Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Μετακομίσαμε.........



Αγαπημένοι  αναγνώστες,


Μετακομίσαμε, είναι επιτέλους γεγονός!

Θα μας βρείτε με ολοκαίνουργια εμφάνιση, σε νέα πλατφόρμα αλλά με ίδιο πάντα περιεχόμενο..........στην διεύθυνση:

marinapapachroni.wordpress.com

"στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε".......όπως λέει και ο Ελύτης και .............


......σας ευχαριστούμε.


Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

FANTASIE-TABLEAUX, SERGEI RACHMANIVOFF




Η Σουίτα No. 1 (ή Fantaisie-Tableaux για δύο πιάνα), Op. 5, είναι μια σύνθεση για δύο πιάνα του Sergei Rachmaninoff. H σύνθεση του έργου έγινε το 1893, όταν ο Rachmaninoff ήταν 25 ετών, κατά την διάρκεια σύντομων διακοπών στην Κharkov. Aπεικονίζει τέσσερα αποσπάσματα από ποιήματα των Mikhail Lermontov, Lord Byron, Fyodor Tyutchev και Aleksey Khomyakov. H πρώτη εκτέλεση του έργου έγινε στις 30 Νοεμβρίου του 1893 από τον ίδιο τον Rachmaninoff και τον Pavel Pabst και αφιερώθηκε στον Tchaikovsky, ο οποίος πέθανε την χρονιά που έγινε η σύνθεση του έργου. 

Rachmaninov - Suite No.1 for Two Pianos Op.5 PART 1 of 3 - PREVIN & ASHKENAZY
Rachmaninov - Suite No.1 for Two Pianos Op.5 PART 2 of 3 - PREVIN & ASHKENAZY
Rachmaninov - Suite No.1 for Two Pianos Op.5 PART 3 of 3 - PREVIN & ASHKENAZY


Αποτελείται από τέσσερα μέρη:  
Ι.Barcarolle. Allegretto, in G minor.
II. La nuit... L'amour... Adagio sostenuto, in D major. (The night...the love...)
III. Les Larmes. Largo di molto, in G minor. (The Tears)
IV. Pâques. Allegro maestoso, in G minor. (Easter)

Οι τίτλοι από τα τέσσερα μέρη αντικατοπτρίζονται στην μουσική αλλά και ο ίδιος ο Rachmaninoff τους περιλαμβάνει στην παρτιτούρα. Το πρώτο μέρος είναι εμπνευσμένο από μια Barcarolle του Lermontov At dusk half-heard the dull wave laps beneath the gondola's slow oar...”. Μετά από αυτό τον τίτλο ο συνθέτης, “ζωγραφίζει” την σκηνή  με την γόνδολα δίνοντας στο ένα πιάνο διαδοχικά arpeggios και στο άλλο τις μελωδικές φράσεις.  
Rachmaninoff´s Suite # 1 Martha Argerich & Dario Ntaca
Rachmaninoff, Suite No. 1 Op. 5 - I. Barcarolle (Martha Argerich & Lilya Zilberstein)

Στο δεύτερο μέρος, La nuit... l'amour (‘Night... Love’) εμπνέεται από στίχους του λόρδου Μπάυρον πάνω στην αφήγηση της Parisina—‘It is the hour when from the boughs / The nightingale's high note is heard...‘— όπου περιγράφει την μοίρα της ηρωίδας  καθώς αποκαλύπτεται η αγάπη της για τον νόθο γιό του συζύγου της. Το Νυχτερινό (Nocturne) του Rachmaninoff  παρουσιάζει το αηδόνι να τραγουδά μέσα από arpeggios και πυκνές δομές σε μια δραματική κλίμακα (D major), ώσπου να φτάσουμε και πάλι στην σιωπή. 

2/4 - Ax & Bronfman play Rachmaninoff - Fantaisie-tableaux: A Night of Love
S. Rachmaninov : Suite for two pianos op 5 no 2 La nuit...La amour...

Το τρίτο μέρος βασίζεται πάνω στο ποιήμα του Tyutchev “Δάκρυα”, Les larmes (‘Tears’). Εδώ ο  Rachmaninoff επιστρέφει στην G minor και εμπνέεται από τους ήχους των καμπανών του ναού της Αγίας Σοφίας στο Novgorod που ακούγονται από την αρχή του τρίτου μέρους.

Rachmaninoff's Suite No. 1 in G minor, Op. 5-III: Les Larmes
3/4 - Ax & Bronfman play Rachmaninoff - Fantaisie-tableaux: Tears

Το τέταρτο και τελευταίο μέρος Pâques (‘Easter’) συνεχίζει το προηγούμενο θέμα και αναφέρεται στο ποιήμα του θεολόγου Komyakov “Easter Holiday”, χρησιμοποιώντας την ίδια πασχαλινή μελωδία από την εισαγωγή του γνωστού Russian Easter του Rimsky-Korsakov.

Rachmaninov - Suite pour deux pianos no.1 - IV - Pâques - Engerer, Berezovsky

RACHMANINOFF Suite N 1 Op.5 for 2 Pianos 4. Paque

Barcarolle

At dusk half-heard the chill wave laps
Beneath the gondola's slow oar.
...once more a song!
once more the twanged guitar!
...now sad, now gaily ringing,
The barcarolle comes winging;
"The boat slid by, the waters clove;
So time glides by, o'er the surge of love;
The waters will grow smooth again,
But what can rouse a passion slain!"
Night of Love

It is the hour when from the boughs
The nightingale's high note is heard;
It is the hour when lovers' vows
Seem sweet in every whisper'd word;
And gentle winds and waters near,
Make music to the lonely ear...
Tears

Tears, human tears,
that pour forth, beyond telling,
Early and late, in the dark, out of sight,
While the world goes on its way all unwittingly,
Numberless, stintless, you fall unremittingly
Pouring like rain, the long rain that is willing
Endlessly, late in the autumn at night.
Russian Easter


Across the earth a mighty peal is sweeping
Till all the booming air rocks like a sea,
As silver thunders carol forth the tidings
Exulting in holy victory...


Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

FAURE-PAVANE


Gabriel Fauré (1845-1924): Παβάνα σε φα-δίεση-ελάσσονα, opus 50


Ο γάλλος συνθέτης, οργανίστας και εξαίρετος παιδαγωγός Gabriel Fauré έγραψε την Παβάνα σε φα-δίεση-ελάσσονα, opus 50 το καλοκαίρι του 1887 για μια μικρή ορχήστρα, στο Le Vesinet, με την προοπτική να παρουσιασθεί σε μια σειρά θερινών συναυλιών, υπό τον Jules Danbe. Η αρχική εκδοχή της Παβάνας γράφτηκε για πιάνο το 1880.   Ο συνθέτης Sir Adrian Boult ακούγωντας τον ίδιο τον Faure να την ερμηνεύει στο πιάνο δήλωσε ότι: “the composer's sprightly tempo emphasised that the Pavane was not a piece of German romanticism, and that the text later added was clearly a piece of light-hearted chaffing between the dancers".
Η υπόσταση του έργου έμελλε να αναθεωρηθεί εκ βάθρων αμέσως μόλις περατώθηκε, καθ’ ότι ο Fauré, επιθυμώντας να το αφιερώσει στην καλλιτεχνική του προστάτιδα, κόμισσα Greffulhe, αισθάνθηκε την ανάγκη να προσθέσει σε αυτό χορωδιακές φωνές (βασιζόμενος σε στίχους του συμβολιστή ποιητή Robert de Montesquiou-Fezensac) και να το μετουσιώσει σε μουσική μπαλέτου. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, η Παβάνα προσέλαβε τρεις διαφορετικές μορφές: η πρωτογενής ορχηστρική της εκδοχή εκτελέσθηκε για πρώτη φορά στις 25 Νοεμβρίου του 1888 στο Παρίσι, στη σειρά κοντσέρτων Lamoureux υπό τη διεύθυνση του Charles Lamoureux. Με την προαιρετική προσθήκη της χορωδίας η ίδια σύνθεση παρουσιάσθηκε τρεις μέρες αργότερα σε άλλη συναυλία στην στη Societe Nationale de Musique, ενώ η παρθενική παράσταση του έργου εν είδει “χορογραφικού θεάματος” έλαβε χώραν το 1891 στους κήπους της Eλισάβετ κοντέσας του Greffulhe, στο Bois de Boulogne. Η επιτυχία του έργου από την αρχή ήταν μεγάλη. Το 1917 εντάχθηκε στο ρεπερτόριο των Ρώσικων Μπαλέτων του  Sergei Diaghilev. Η χορωδία τραγουδά ένα ποίημα του Robert comte de Montesquiou-Fezensac (1855-1921).

Το ποίημα στο πρωτότυπο:
C'est Lindor! c'est Tircis ! et c'est tous nos vainqueurs !
Cest Myrtil! c'est Lydé ! Les reines de nos coeurs !
Comme ils sont provocants! Comme ils sont fiers toujours !
Comme on ose règner sur nos sorts et nos jours!
Faites attention! Observez la mesure !
Ô la mortelle injure!
La cadence est moins lente! Et la chute plus sûre !
Nous rabattrons bien leur caquets!
Nous serons bientôt leurs laquais!
Qu'ils sont laids! Chers minois !
Qu'ils sont fols! Airs coquets !
Et c'est toujours de même, et c'est ainsi toujours!
On s'adore! on se hait ! On maudit ses amours !
Adieu Myrtil! Eglé ! Chloé ! démons moqueurs!
Adieu donc et bons jours aux tyrans de nos coeurs!
Et bons jours!

Και η μετάφραση του στα αγγλικά:

It's Lindor! It's Tircis! and all our vanquishers!
It's Myrtil! It's Lydia! The queens of our hearts!
How they provoke us! How they are always so proud!
How they dare to control our destinies and our days!
Pay attention! Observe the beat!
O the mortal injury!
The cadence is slower! The fall more certain!
We shall beat back their cackles!
We will soon be their stooges!
They are so ugly! Such darling little faces!
They are so foolish! Such coquettish airs!
And it's always the same, and so it shall always be!
We love them! We hate them! We speak ill of their loves!
Farewell, Myrtil! Egle! Chloe! mocking demons!
So it is farewell and good day to the tyrants of our hearts!
And good day!


Η μουσική της Παβάνας, και ειδικότερα της βασικής θεματικής της ιδέας, διέπεται από ελαφρώς μελαγχολικό λυρισμό και κομψότητα. Η απλή αυτή ιδέα παρουσιάζεται αρχικά από ξύλινα πνευστά κατά τρόπον σολιστικό, όπως και το μεσαίο τμήμα της τριμερούς δομής της, ενώ κατά την ταυτόσημη επαναφορά της έγχορδα και πνευστά αντιπαρατίθενται πλέον σε πιο συμπαγείς ομάδες. Η δεύτερη ενότητα του κομματιού βασίζεται σε ένα εμφαντικό αλλά λιγότερο χαρακτηριστικό μελωδικό μοτίβο των εγχόρδων, το οποίο μάλιστα εξυφαίνεται σταθερά από τις βιόλες σε μιαν αλυσιδωτή διαδοχή νέων τονικών περιοχών, έως ότου οδηγήσει στην ενορχηστρωτικά εμπλουτισμένη ανάκληση του δεύτερου και κατόπιν του τρίτου δομικού τμήματος της αρχικής ενότητος. Το μικρό αυτό έργο ολοκληρώνεται τελικά με νέα παραλλάγματα αλλά και ρευστοποίηση της βασικής του ιδέας, στο πλαίσιο μιας – ιδιαιτέρως εκλεπτυσμένης από αρμονικής πλευράς – επιπρόσθετης κατακλείδας.


Μιλώντας γενικά η Παβάνα / pavane, pavan, paven, pavin, pavian, pavine, ή pavyn, στα ιταλικά: pavana, padovana και στα γερμανικά paduana / είναι ένας ιταλικής καταγωγής αναγεννησιακός, μεγαλόπρεπος, αυλικός, βηματιστός χορός σε δίσημο χρόνο. Αντικατέστησε το Basse Danse. Η φόρμα της είναι τμηματική και ακολουθεί το πρότυπο: A, A1, B, B1, C, C1. Ο χορός μερικές φορές αναφέρεται και ως Padovana, κάτι που μας κάνει να υποθέσουμε ότι έλκει την καταγωγή του από την Padua. Η ονομασία του χορού μπορεί να ετυμολογηθεί επίσης και από την ισπανική λέξη pavo που σημαίνει παγώνι. Στα μέσα του 16ου αι. στην Ιταλία ο χορός παραχωρεί τη θέση του στο Passamezzo, αναβιώνει όμως στους Άγγλους συνθέτες Byrd, Dowland, Bull και Philips, οι οποίοι την ζευγάρωναν σε μια σουίτα με την Galliard (το Saltarello ζευγαρώνει επίσης με την Pavane). Συνθέτες του 19ου και 20ου αι. έγραψαν παβάνες, μερικές από τις οποίες έγιναν πολύ δημοφιλείς. Οι πιο γνωστές:

  • η κλασική Pavane (1887) του Gabriel Fauré,
  • η Pavane pour une infante défunte (1899) του Maurice Ravel (με την οποία ασχοληθήκαμε σε προηγούμενη ανάρτηση),
  • το Passepied από την Suite bergamasque του Debussy και
  • η παβάνα Job (1927-30, από την χορευτική μάσκα σε 9 σκηνές κι έναν επίλογο) του Vaughan Wiiliams.



Η Élisabeth, Countess Greffulhe  (11 Ιουλίου 1860 – 21 Αυγούστου 1952), στην οποία αφιερώθηκε η Παβάνα  ήταν μια καλλονή που κυριαρχούσε στα Παριζιάνικα σαλόνια του Faubourg Saint-Germain. Γεννήθηκε στο Παρίσι και ήταν κόρη του Joseph de Riquet de Caraman, 18th πρίγκιπα του Chimay και της Marie de Montesquiou-Fezensac. H κοντέσσα ήρθε σε επαφή με την αφρόκρεμα της παρισινής κοινωνίας, μέσω του διάσημου εξαδέλφου της, Robert de Montesquiou. Τους ένωνε ένας ανεκπλήρωτος έρωτας από την μεριά της. Εκείνος περιέγραφε τα μάτια της σαν "black fireflies". Το χρώμα των ματιών της ήταν μοναδικό και η Mina Curtiss  λέει γι’αυτό: "the dark purple brown-tinged petals of a rarely seen pansy."
Παντρεύτηκε τον Henri, Count Greffulhe γόνο μιας Βελγικής οικογένειας τραπεζιτών στις 28 Σεπτεμβρίου του 1881, με τον οποίο απέκτησε μόνο μια κόρη. " The Comtesse Greffulhe is always beautiful and always elsewhere. But it would be a mistake to think that her life was merely the pursuit of pleasure (...) not only is she beautiful, but she is a lady. Prefering the privacy of her own house in the rue d'Astorg and at Bois-Boudran in the country, the Comtesse Greffulhe never dined out except at the British Embassy. When Edward VII came to Paris, he dined informally at her house. After a restricted youth (...) she set herself to attracting musicians, scholars, physicists, chemists, doctors."
Η κοντέσσα βοήθησε σημαντικά καλλιτέχνες όπως o James Whistler, o Auguste Rodin, o Antonio de la Gandara, o Gustave Moreau κα. Θεωρείται ότι αποτέλεσε την έμπνευση για τον χαρακτήρα της δούκισσας ντε Γκερμάντ, στο μυθυστόρημα του Μαρσέλ Προύστ, “Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο”. Η Μεριά του Γκερμάντ είναι η τρίτη ενότητα του Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Ξεκινάει με τον έρωτα του αφηγητή για τη γειτόνισσά του στο Παρίσι, τη δούκισσα Ντε Γκερμάντ. Η δούκισσα, ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της Αναζήτησης, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγγραφικής «μεθόδου» του Προυστ. Τα πρόσωπα που τον ενδιαφέρουν είναι τα πρόσωπα που σε κάνουν να ονειρεύεσαι. Από τις πιο γοητευτικές σελίδες του γάλλου συγγραφέα είναι οι ονειροπολήσεις του αφηγητή γι' αυτή τη μυθική ηρωίδα. Πέθανε τον Αύγουστο του 1952 στην Λωζάνη. 

“The historian made a low bow, as I did too, and since he seemed to suppose that some friendly remark ought to follow this salute, his eyes brightened and he was preparing to open his mouth  when he was chilled by the demeanour of Mme de Guermantes, who had taken advantage of the independence of her torso to throw it forward with an exaggerated politeness and bring it nearly back to a position of rest without letting face or eyes appear to have noticed that anyone was standing before them; after breathing a little sigh she contented herself with manifesting the nullity of the impression that had been made on her by the sight of the historian and myself by performing certain movements of her nostrils with a precision that testified to the absolute inertia of her unoccupied attention”. (III,267)
“And it was true that  the Duchess was bored by other women, if their princely rank did not give them an exceptional interest”. (III,277)
“Moreover the type of mind illustrated by Mérimée and Meilhac and Halévy, which was also hers, led her, by contrast with the verbal sentimentality of an earlier generation, to a style of conversation that rejects everything to do with fine language and the expression of lofty things, so that she made it a sort of point of good breeding when she was with a poet or a musician to talk only of the food that they were eating or the game of cards to which they would afterwards sit down….And presently the luncheon came to an end and the party broke up, without a word having been said about poetry which they nevertheless all admired but to which, by a reserve analogous to that of which Swann had given me a foretaste, no one referred. This reserve was simply a matter of good form”. (III,278)
“Mme de Guermantes formed a smile by contacting the corners of her mouth as though she were biting her veil”. (III,281)
“Mme de Guermantes emitted a sort of raucous noise which meant that she was laughing for form’s sake”. (III,282)
“Mme de Guermantes muttered something in M. d’Argencourt’s ear which I could not catch but which must have referred to Bloch’s religion, for there flitted at that moment over the face of the Duchess that expression to which one’s fear of being noticed by the person one is speaking of gives a certain hesitancy and falseness mixed with the inquisitive, malicious amusement inspired by a human group to which one feels oneself to be fundamentally alien”. (III,333)


Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

RAVEL - PAVANE FOR A DEAD PRINCESS



Πλησιάζοντας στο τέλος του 19ου αιώνα το Παρίσι άλλαζε δραματικά και η φράση ‘Fin de siècle' που χρησιμοποιήθηκε ευρέως αντικατοπτρίζει αυτή την αλλαγή. Σε πολλούς καλλιτέχνες και συνθέτες δόθηκε ο χαρακτηρισμός του Ιμπρεσιονιστή, μεταξύ των οποίων ο Maurice Ravel. Ο όρος Ιμπρεσιονιστής χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Γαλλική ζωγραφική την δεκαετία του 1870.  
Το 1874 ο κριτικός τέχνης Louis Leroy επινόησε τον όρο αυτό σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στις 23 Απριλίου, από το έργο του Κλόντ Μονέ Impression, Sunrise , που πρωτοπαρουσιάστηκε την ίδια χρονιά σε έκθεση που διοργανώθηκε από τον Εντγκάρ Ντεγκά στο εργαστήριο του διάσημου φωτογράφου Φελίξ Ναντάρ. (1873, Musée Marmottan, Paris). Οι ιμπρεσιονιστές θέλησαν να αποτυπώσουν την άμεση εντύπωση που προκαλεί ένα αντικείμενο ή μια καθημερινή εικόνα. 
‘Instead of painting an ideal of beauty that earlier artists had defined, the impressionists tried to depict what they saw at a given moment, capturing a fresh, original vision that was hard for some people to accept as beautiful. ‘
Συνηθίζουμε να αποκαλούμε μουσικό Ιμπρεσιονισμό μια συγκεκριμένη μουσική τάση που εκδηλώθηκε στη Γαλλία στις αρχές του 20ού αιώνα με κύριο άξονα και σημείο αναφοράς το έργο του Κλοντ Ντεμπισί (1862-1918). Η ονομασία αυτή δόθηκε κατ' αντιστοιχία του ομώνυμου εικαστικού κινήματος των ετών 1860-1870, ενώ γύρω από το όνομα του Ντεμπισί συγκεντρώνεται μια πλειάδα σύγχρονών του συνθετών, που επηρεάστηκαν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, από το έργο του μεγάλου Γάλλου συνθέτη. Από την άτυπη αυτή «ομάδα» των ιμπρεσιονιστών συνθετών δεν λείπουν και αρκετοί Eλληνες που, λόγω της διαμονής τους στο Παρίσι την εποχή εκείνη, ήρθαν σε άμεση επαφή με αυτό το καινούργιο αισθητικό ρεύμα. Ο μουσικός Ιμπρεσιονισμός ακολουθεί χρονικά κατά μερικές δεκαετίες τον εικαστικό και ταυτίζεται με τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, την περίφημη Μπελ Επόκ. Το 1918 ο Ζαν Κοκτώ δημοσιεύει ένα διαβόητο άρθρο με τίτλο Ο Κόκορας και ο Αρλεκίνος, όπου επιτίθεται βίαια στον Ιμπρεσιονισμό και στην αισθητική των προπολεμικών χρόνων. Την ίδια χρονιά ο Ντεμπισί πεθαίνει κι έτσι μπορούμε να πούμε ότι κλείνει επίσημα η ιμπρεσιονιστική περίοδος στη μουσική.

Με τον Ιμπρεσιονισμό ταυτίζεται και ο Maurice Ravel στην μουσική του οποίου απεικονίζεται το παρελθόν του στην ανατολική μουσική που γνώρισε δεκατεσσάρων ετών με την ‘the Russian five and the Javanese gamelan orchestra'. ‘I consider Japanese music the most sophisticated music of the Far East and I frequently derive themes from it, both harmonically and melodically'.
Η Παβάνα για μια νεκρή ινφάντα (σε μετάφραση), γράφτηκε το 1899 και περιέχει αρκετά Ισπανικά στοιχεία, τα οποία ίσως προέρχονται από την επίδραση που είχε επάνω του η Ισπανική μουσική εξαιτίας της μητέρας του. Είναι ένα πρώιμο δείγμα της ιμπρεσσιονιστικής του γραφής, καθώς ανάγεται στην περίοδο της μαθητείας του στο Ωδείο του Παρισιού, υπό τον Gabriel Faure. Στην πρωτότυπη πιανιστική εκδοχή του 1899 -η οποία δεν είχε μεγάλη απήχηση- το σύντομο αυτό κομμάτι παρουσιάστηκε σε πρώτη δημόσια εκτέλεση στις 5 Απριλίου του 1902 από τον διάσημο ισπανό πιανίστα και συμφοιτητή του συνθέτη Ricardo Viñes και από τότε άρχισε να γίνεται εξαιρετικά δημοφιλές. Η λεπταίσθητη ενορχήστρωσή του υλοποιήθηκε από τον Ravel πολλά χρόνια αργότερα, το 1910. Όταν ο Ravel παρουσίασε την  ορχηστρική έκδοση του κομματιού, έδωσε την κύρια μελωδία στο κόρνο. Η πρεμιέρα έγινε στις 27 February 1911 στο Μάντσεστερ υπό τον  Sir Henry Wood. Τότε γράφτηκε από τον κριτικό Samuel Langford: "The piece is hardly representative of the composer, with whom elusive harmonies woven in rapid figuration are the usual medium of expression. In the Pavane we get normal, almost archaic harmonies, subdued expression, and a somewhat remote beauty of melody."
Ozawa Conucts Pavane pour une Infante Defunte (Ravel) 
Ο ίδιος ο Ravel χρησιμοποιούσε ένα πάρα πολύ αργό τέμπο για το έργο του σύμφωνα με τον βιογράφο του Benjamin Ivry. Ο κριτικός Emile Vuillermoz χαρακτήρισε την ερμηνεία του "unutterably slow." Μετά από μια παρουσίαση του έργου από τον Charles Oulmont, ο οποίος έπαιξε το κομμάτι  υπερβολικά αργόσυρτα ο Ravel έκανε την σκωπτική παρατήρηση: «Την επόμενη φορά ελπίζω να θυμηθείτε ότι έγραψα μία παβάνα για μια νεκρή πριγκήπισσα, όχι μία νεκρή παβάνα για μια πριγκήπισσα…» Όταν ρωτήθηκε από τον συνθέτη Manoah Leide-Tedesco πως κατέληξε σε αυτόν τον τίτλο είπε: "Do not be surprised, that title has nothing to do with the composition. I simply liked the sound of those words and I put them there, c'est tout". Δηλαδή υποστήριζε ότι είχε επιλέξει τον συγκεκριμένο τίτλο πρωτίστως διότι του άρεσε ο ήχος των λέξεων σε αυτήν την φράση και δευτερευόντως επειδή θα μπορούσε ίσως να φανταστεί μια μικρή ισπανίδα πριγκήπισσα να χορεύει μιαν αργή παβάνα της αναγεννησιακής περιόδου.
Ο αξιοπερίεργος τίτλος του έργου ελάχιστα σχετίζεται με τα περιεχόμενα ενός απλούστατου πενταμερούς ρόντο σαν και αυτό, το βασικό θέμα του οποίου εμφανίζεται τρεις φορές στην Σολ-μείζονα διατηρώντας απαράλλακτη την νοσταλγική μελωδία του, ενώ και τα δύο επεισόδια που εναλλάσσονται με αυτό – στην Ρε-μείζονα και την σολ-ελάσσονα, αντιστοίχως – χαρακτηρίζονται από ήπιο λυρισμό μάλλον παρά ελεγειακή διάθεση. Παρ’ όλα αυτά, στην όλη ιστορία ενεπλέχθη τελικά και μία (ζωντανή) πριγκήπισσα, αφού ο συνθέτης αφιέρωσε την μικρή αυτή Παβάνα στην πριγκήπισσα de Polignac, μια σημαντική προστάτιδα των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών στο Παρίσι των αρχών του 20ού αιώνος.
Η πρώτη ηχογράφηση έγινε στο Παρίσι το 1912 και αργότερα μια άλλη το 1932 υπό τον μαέστρο Pedro de Freitas-Branco, με την καθοδήγηση του ίδιου του Ravel, που ήταν παρόν τόσο στις πρόβες, όσο και στην ηχογράφηση. 
http://youtu.be/dX_5CFS7ojQ 

Σχετικά με την πριγκίπισσα de Polignac o Bruno Monsaingeon, στο βιβλίο του Mademoiselle: Conversations with Nadia Boulanger παρουσιάζει τα λόγια της ίδιας της Boulanger για την πριγκίπισσα:

“Princess de Polignac's salon was one of the centres of artistic and musical life in Paris between the wars. Princess Edmond was an American and adored the arts. The birthday present she wanted as a girl of fifteen was a performance of a Beethoven quartet. Her collection of paintings was fabulous, and it was while arguing over the purchase of a painting that she met the man who was to become her husband, Prince Edmond de Polignac. It was even said that he finally decided to marry her in order to gain Monet's Turkeys, which was part of his future wife's collection.

She must have been at least thirty and he twice her age. As he himself was the son of elderly parents, she claimed that her father-in-law was born under Louis XV. Living in Paris, London or Venice, passionate about music, she had made the pilgrimage to Bayreuth in company with Chabrier and Fauré, and became one of the last great patrons in history. Everywhere she went, Greek was translated, Latin was translated, music was made. She'd arrive in London and an hour later, you'd be playing music or reading poems. How many soirées we all went to or helped with, where we played lots of Monteverdi, Schutz's Resurrection, Carissimi's Jephte, and then all the works she commissioned!

Much ill was said of her; but I only know her great generosity; she was not blind—she would discriminate. And with discrimination, she gave a great deal and is owed a great deal. There was the famous evening when her butler entered, appalled, "Madame la Princesse, four pianos have arrived. . . ". Stravinsky's Les Noces was to be played for the first time”.
H Sylvia Kahan στα βιβλία της In Search of New Scales: Prince Edmond de Polignac, Octantonic Explorer και Music’s Modern Muse: A Life of Winnaretta Singer, Princesse de Polignac αναφέρει για την Winnaretta Singer-Polignac, η οποία ήταν το εικοστό (από τα εικοσιτέσσερα) παιδιά του γνωστού Isaac Merritt Singer που γενήθηκε πάμφτωχος και πέθανε ως ένας από τους πλουσιότερους βιομήχανους του κόσμου:

“At the time of Winnaretta’s birth, her father was busy renovating The Castle, intent on filling his house with the most up-to-date appliances and sumptuous furnishings that money could buy. A new coal furnace was installed to stave off the winter cold. The rooms were filled with costly and elegant furniture. Behind the main house, a hothouse was constructed in the form of a palace, with four separate wings for the different varieties of exotic flowers and plants. “We have just picked a bushel of oranges,” Isabella wrote to her mother, “and we have the most rare flowers all winter.” But oranges in winter could not replace the lively bustle of New York City. Twenty-three-year-old Isabella keenly felt the solitude of country life. 

The Singers’ home on Fifth Avenue had always been filled with Isaac’s business associates and friends, but in Yonkers the Singers were isolated, ignored by the local population. The only people her own age that Isabella saw were Isaac’s older children. In addition to caring for two infants, she had to minister to the needs of a fifty-three-year-old husband who was beginning to suffer from rheumatism and the other encroaching discomforts of middle age. Isaac’s ailments had no effect on his virility, however: only a few months after Winnaretta’s birth, Isabella found, to her dismay, that she was pregnant once more. She suffered a miscarriage in June, but was pregnant again by September. Finally, Isabella insisted that she could no longer endure the rural existence: if she must continue to bear children, she wished them to be born in Europe. This time her husband acceded. In November 1865, Singer sold The Castle and its possessions—including the canary-yellow carriage—to a hat manufacturer, and sailed for London with his growing brood. 
http://youtu.be/xJUtHptJM0M 
Early photographs of Winnaretta posed with her mother and three brothers when she was about three years old show a very serious-looking little girl. In these family portraits, Winnaretta’s chin juts out and the corners of her mouth turn downward, taking the shape of an upside-down “U.” This unfortunate configuration of features became a cause for comment by contemporary chroniclers in her adult life; one wonders therefore what sort of reaction Winnaretta’s seemingly “negative” demeanor may have evoked in those close to her during her formative years. The pretty and vain Isabella may have rejected a daughter who was not fashioned sufficiently in her own lovely image. The extant letters from Isabella to her own mother, which extend through Winnaretta’s fifteenth year, lend credence to this theory: after writing in March 1865 that her two-month-old daughter “is getting on very well,” Winnaretta is never again mentioned in her mother’s letters”.
http://youtu.be/8cinHj6sqlc 

O πρώτος της γάμος με τον πρίγκιπα Louis de Scey-Montbéliard ήταν αποτυχημένος και έτσι επιλέγει την λεσβιακή σεξουαλική συμπεριφορά. Κερδίζει την Παριζιάνικη αριστοκρατία και καθιερώνεται στους μουσικούς κύκλους του Παρισιού.  

“That summer, the Scey-Montbéliards made the round of villégiatures, or country house visits, an obligatory part of the aristocratic calendar. They traveled with Winnaretta’s brothers down to the Château de Tencin, the Grenoble estate of the Marquise Joséphine (“Mina”) de Monteynard, where Winnaretta and the Marquise spent their days painting and playing through the latest songs by Fauré. From there the Sceys continued on to Bayreuth to attend performances of Parsifal and Die Meistersinger von Nürnberg. That summer Meg Baugnies had arranged a mysterious “lottery,” whose proceeds allowed the impoverished Fauré and fellow composer André Messager to fulfill their unrealized dream of traveling to Bayreuth. Fauré was ecstatic to be in attendance, but he was puzzled by some unspecified behavior of Winnaretta’s, which prompted him to write to Meg, “Madame de Scey-Montbéliard is three parts mad!!!” It was a madness that clearly appealed to the composer, however. Upon his return to Paris he gave Winnaretta a gift of a little piece of music, a one page manuscript in his own hand bearing the comical title Pensée fugitive mais définitive—“Fugitive but Definitive Thought, by Roger Jourdain, transcribed for three hands and one foot by G. Fauré.”
In November 1888 the Scey-Montbéliards traveled to Paignton for a series of balls and festivities given in honor of the coming-of-age of Paris Singer, who had married in 1887, and was now a family man and the new proprietor of the family estate. Other than brief mentions in newspaper articles, there is not much indication of how the Prince de Scey spent his time during his marriage. But it is clear that while Winnaretta may have paid obeisance to social convention on the surface, privately she did what pleased her, with or without her husband. She continued to entertain her avant-garde friends. An anecdote concerning Chabrier recounted by Francis Poulenc, who had had the story confirmed by Winnaretta herself, reveals the extent to which the composer felt free to speak “in the vernacular” in front of his hostess. One evening after the performance of Gwendoline, Chabrier dined with the Princesse de Scey. When his hostess had passed him asparagus, he leaned over to her, and said in an easily audible stage whisper, “You eat that, Madame, and it will make your urine stink!”
Ένας δεύτερος γάμος με τον πρίγκιπα Edmond de Polignac, συνθέτη και ομοφυλόφιλο αποδεικνύεται περισσότερο επιτυχής. Η κοινή τους αγάπη και το πάθος για την μουσική  ενώνει την Winnaretta και τον  Edmond:

“With Edmond at her side, Winnaretta began her second career as an aristocratic musical hostess in Paris. Despite the fact that the Carriès and Fauré commissions had not been completed, Winnaretta decided nonetheless to “open” her atelier in early 1894, albeit without the intended fanfare. By day, the newly renovated atelier was Winnaretta’s painting studio; by night it became a recital hall. Measuring ten by twelve-and-a-half meters (roughly thirty-three by forty-one feet), the room was large enough to seat comfortably one hundred people. The vaulted ceiling was two stories high; a narrow balcony, built around the upper story’s west and south walls, housed the magnificent Cavaillé-Coll organ, whose pipes rose impressively to ceiling height. Below, the room was decorated in Louis XVI style, with Winnaretta’s favorite colors of blue and green predominating. Two grand pianos dominated one wall. Despite the formal décor, the wood-panelled walls gave the room a warm, homey atmosphere.

On Tuesday nights during that first winter of their marriage, the Polignacs hosted a series of “organ soirees,” where the great organists of the capital —Gigout, Widor, Vierne, Guilmant, Fauré—performed on the Cavaillé- Coll. Le Figaro reported on Winnaretta’s “organ evenings, so highly sought after in Parisian high society,” helping to add luster to her growing reputation as a musical hostess. On other evenings, chamber music was played. Still other gatherings featured Edmond’s music, often accompanied by Winnaretta or Fauré. Not all those who frequented the Polignac salon were there to hear the music, however, nor were they prepared to respect the musical interests of those who were. Some of the guests were there simply to see and be seen in the newest salon in the Parisian social landscape. Many of them had no qualms about jostling their spoons against their teacups, concentrating their attentions on their neighbors’ garb, or, worse, chattering to their neighbor through the course of the performance. Some of the husbands, required to accompany their wives on their social rounds, simply slept through the sonatas or the arias. But for the true mélomanes in the crowd, those who had come expressly for the performances, the seriousness of purpose surrounding the execution of the music must have been a welcome surprise.”
http://youtu.be/Kr9tZqPcvZ0 


Το μουσικό σαλόνι των Polignacs γίνεται ο κόμβος της Παριζιάνικης μουσικής avant-garde. Το “νέο κύμα” που περιλαμβάνει τον Debussy και τον  Ravel, έρχεται για να ακούσει πρωτοπόρες νέες συνθέσεις σε ένα ακουστικά ιδανικό περιβάλλον. Συγγραφείς όπως ο  Marcel Proust, ο  Jean Cocteau και η Colette γράφουν τις εντυπώσεις τους από τις επισκέψεις τους στο σαλόνι των Polignac. Μετά τον θάνατο του Edmond  το 1901, η Winnaretta αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή της στο να προωθήσει την μνήμη του, υποστηρίζοντας νέα έργα μοντέρνων συνθετών όπως : οι Fauré, Stravinsky, Satie, Falla, Poulenc, Germaine Tailleferre και Kurt Weill, μεταξύ άλλων. Η αρχική ιδέα της Winnaretta ήταν να δημιουργήσει ένα κύριο repertoire που θα ταίριαζε ειδικά στον μικρό χώρο. Ο Stravinsky ήταν πρώτος που έλαβε  την χορηγία της:

“Listening to Richard Strauss’s Ariadne auf Naxos, Winnaretta experienced something of an epiphany, setting her on a path that would define the rest of her life as a patron. She was struck by the opera’s small dramatic proportions and play-within-a-play format, which included comic elements and characters drawn from the Italian commedia dell’arte. The music too was written for small ensemble, a chamber orchestra of thirty-six players. In short, Ariadne was a work that might fit comfortably into a sufficiently capacious home space like the Polignac salon…She started to imagine her salon as the ideal place to launch a new repertoire reflecting this new style, and she decided “to ask different composers to write short works for me for small orchestra of about twenty performers.” And the first composer who came to mind was the one that most represented to her the future of musical modernism: Stravinsky. By the time she returned to Paris Winnaretta’s plan was fully formulated. She wrote to Stravinsky on 20 November.

You know my very great admiration for your talent. You will not be surprised then that I thought of you in asking you to write for me a pantomime, or a symphonic work, which would belong to me and which I would have played in my music room which you are familiar with. It would obviously have to be a short work and for a small orchestra—maybe 30 to 36 musicians. Will you permit me to propose that you accept for this work a sum of 3000 francs—and to ask you if it could be finished around the 8th of April so that I can have it performed at my house around the end of April or the beginning of May. 

Stravinsky apparently responded to the plan with enthusiasm, offering Winnaretta the exclusive rights of performance until such time that the part would be published. She jumped into the details of the plan with fervor:

Does the following orchestra suit you? 5 1st violins, 5 2nd violins, 3 violas, 2 cellos (or 3), 1 bass, 2 flutes, 2 oboes, 2 clarinets, 2 bassoons, 2 horns, 2 trumpets, 1 harp, 1 percussion. The performance date could be put off until the month of November next if your work prevents you from being ready earlier. I had thought of a piece which could last around 15 minutes.

And two days later: 

To my list of yesterday there could be added perhaps a piano and a celesta—but do what will suit you best. Do you have something for 2 pianos or 4 hands that I could play?
It is astonishing to read these words, in which Winnaretta essentially dictates the orchestration of the proposed work to the composer, but Stravinsky did not seem to take offense; on the contrary, he got into the spirit of things:

Now having thought about my future work I have decided to compose a Concerto for Piano and Orchestra. So here are the instruments that I would need: 2 Flutes (the 1st changing to the piccolo), 2 Oboes, 2 Clarinets (the 2nd changing to the Bass Clarinet), 2 Bassoons (and the Contrabassoon if that would be possible), 2 Horns in F, 2 Trumpets in C, 2 Tympani, a Grand Piano (of course), a Harp, 2 Quartets (2 First Violins, 2 Second Violins, 2 Violas, 2 Cellos) and a Double Bass. . . . Unfortunately I have nothing to offer you in the way of 2- or 4-hand music except an old thing (4 Études pour piano—rather difficult besides) that you wouldn’t like, I’m certain”.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

ΕΚΣΤΑΣΗ - ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ

ΟΙ ΠΡΟΔΟΜΕΝΕΣ ΔΙΑΘΗΚΕΣΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΓΟΡΙ ΣΕ ΕΚΣΤΑΣΗ



Δεν μπορούμε ασφαλώς να πούμε πως η μουσική (όλη η μουσική) είναι ανίκανη να εκφράσει συναισθήματα. Η μουσική της εποχής του ρομαντισμού είναι αυθεντικά και νόμιμα εκφραστική, αλλά ακόμη και γι’αυτήν τη μουσική μπορούμε να πούμε: η αξία της δεν έχει καμία σχέση με την ένταση των συναισθημάτων που προκαλεί. Γιατί η μουσική έχει τη δύναμη, χωρίς καθόλου μουσική τέχνη, να ξυπνά αισθήματα. 


Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια: καθισμένος στο πιάνο επιδιδόμουν σε περιπαθείς αυτοσχεδιασμούς, για τους οποίους μου αρκούσε μια συγχορδία σε ντο ελάσσονα και η υποδεσπόζουσα σε φα ελάσσονα, που τις έπαιζα fortissimo και ασταμάτητα. Οι δύο συγχορδίες και το πρωτόγονο μελωδικό θέμα, καθώς επαναλαμβανόταν επ’άπειρον, με έκαναν να ζω μια έντονη συγκίνηση την οποία δεν μου προξένησε ποτέ κανένας Σοπέν και κανένας Μπετόβεν. (Κάποια φορά ο πατέρας μου, που ήταν μουσικός, έξαλλος- ποτέ δεν τον είδα έξαλλο, ούτε πριν ούτε μετά- όρμησε στο δωμάτιο μου, με σήκωσε απ’το ταμπουρέ, με κουβάλησε στην τραπεζαρία και, συγκρατώντας δια της βίας τον αποτροπιασμό μου, μ’έχωσε κάτω απ’το τραπέζι.) 

Αυτό που ζούσα τότε, την ώρα των αυτοσχεδιασμών μου, ήταν έκσταση. Τι είναι η έκσταση; Το αγόρι που κοπανάει το κλαβιέ αισθάνεται ενθουσιασμό (λύπη, ευθυμία), και η συγκίνηση ανεβαίνει σε τέτοιο βαθμό έντασης που γίνεται αβάσταχτη: το αγόρι περνά γρήγορα σε μια κατάσταση τύφλωσης και κώφωσης όπου λησμονιούνται τα πάντα, όπου λησμονεί κανείς ακόμη και τον εαυτό τρου. Με την έκσταση η συγκίνηση αγγίζει τα όρια του παροξυσμού, και έτσι, ταυτοχρόνως, την άρνηση της (τη λήθη της).

Έκσταση σημαίνει να είναι κανείς “εκτός εαυτού”, όπως λέει η ελληνική λέξη: πράξη με την οποία βγαίνει κανείς έξω από την στάση του. Να είσαι “εκτός εαυτού” δεν σημαίνει πως είσαι έξω από την παρούσα στιγμή, όπως ένας ονειροπόλος που δραπετεύει στο παρελθόν ή στο μέλλον. Ακριβώς το αντίθετο: έκσταση είναι η απόλυτη ταύτιση με την παρούσα στιγμή, η ολοκληρωτική λήθη του παρόντος και του μέλλοντος. Αν εξαλείψει κανείς και το μέλλον και το παρελθόν, η παρούσα στιγμή βρίσκεται στο κενό, έξω από τη ζωή και τη χρονολογία της, έξω από το χρόνο και ανεξάρτητα από αυτόν (γι’αυτό και μπορεί να συγκριθεί με την αιωνιότητα, που επίσης αποτελεί άρνηση του χρόνου). 


Την ακουστική εικόνα της συγκίνησης μπορούμε να την δούμε στην μελωδία ενός Lied: η διάρκεια της μοιάζει να θέλει να συγκρατήσει τη συγκίνηση, να την αναπτύξει ,για να την απολαύσουμε αργά αργά. Αντίθετα, η έκσταση δεν μπορεί να καθεφτιστεί σε μια μελωδία, γιατί η μνήμη, καθώς καταπνίγεται από την έκσταση, δεν είναι ικανή να συγκρατήσει όλες μαζί τις νότες μια μελωδικής φράσης, ακόμα και της πιο μικρής. Η ακουστική εικόνα της έκστασης είναι η κραυγή (ή: ένα πολύ σύντομο μελωδικό μοτίβο που μιμείται την κραυγή).

[........] Έχουμε συνηθίσει να συνδέουμε την έννοια της έκστασης με μεγάλες μυστικιστικές στιγμές. Υπάρχει όμως η καθημερινή, η κοινότοπη, η χυδαία έκσταση: η έκσταση της οργής, η έκσταση της ταχύτητας στο τιμόνι, η έκσταση του εκκωφαντικού θορύβου, η έκσταση στα γήπεδα. Η ζωή είναι μια τεράστια, αδιάκοπη προσπάθεια να μην χάσουμε τον εαυτό μας απ’τα μάτια μας, να είμαστε πάντοτε σταθερά παρόντες μέσα στον εαυτό μας, στη στάση μας. Φτάνει να βγούμε από τον εαυτό μας μόλις μια στιγμή, κι αγγίζουμε την επικράτεια του θανάτου.