Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Τάκη Θεοδωρόπουλου




Γύρω στο τέλος του τρίτου προ Χριστού αιώνα, στην Κύναιθα της ορεινής Αρκαδίας η εγκληματική δραστηριότης δεν είναι πλέον προνόμιο των λίγων αποδιοπομπαίων εξαιρέσεων. Πρώην ευυπόληπτοι πολίτες μεταμορφώνονται σε αχόρταγους ληστές, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να τηρήσουν τα προσχήματα, οι βιασμοί ανηλίκων και γυναικών είναι καθημερινοί και τίποτε δεν εμποδίζει τους κατέχοντες ευκαιριακά την εξουσία να δολοφονήσουν εν ψυχρώ τους αντίπαλους τους αφού δημεύσουν τις περιουσίες τους. Οι υπόλοιπες πόλεις του αρκαδικού κοινού έχουν γεμίσει από φυγάδες Κυναιθείς. Προσπαθούν να γλυτώσουν από τις συνοπτικές διαδικασίες μιας παραφοράς που όσο πιο ανεξέλεγκτη είναι τόσο πιο αναι τιολόγητη μοιάζει.
Καμμία στρατηγική ή πολιτική σκοπιμότης δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο. Μακριά από τους μεγάλους δρόμους της ιστορίας, που πάντα δικαιολογούν τέτοιες παρεκτροπές, οι κάτοικοι της μικρής πολιτείας, εγκλωβισμένοι στα υψόμετρα της Αρκαδίας, έχουν γίνει έρμαια της κακοφορμισμένης βίας.
Η κατάσταση αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Πολύβιος, τράβηξε για μιά δεκαετία περίπου, και η έκβαση της θυμίζει ομαδική αυτοκτονία.
Καμμιά τρακοσαριά εξόριστοι Κυναιθείς συμφωνούν με αυτούς που τους εξόρισαν να επιστρέψουν στην πόλη. Κι από κει, παραβαίνοντας τους όρκους που έχουν δώσει, διαπραγματεύονται την παράδοση της Κύναιθας στον Δωρίμαχο, τον στρατηγό των Αιτωλών που την εποχή εκείνη λυμαίνονταν την Πελοπόννησο. Οι λεπτομέρειες, οι σκάλες που έστησαν πάνω στα τείχη για να διευκολύνουν την πρόσβαση, ο δόλος που χρησιμοποίησαν για να ανοίξουν την τελευταία στιγμή τις πύλες, δεν έχουν τόση σημασία.
Σημασία έχει ότι ο στρατηγός μόλις μπει στην πόλη, αφού σφάξει όσους του αντιστάθηκαν, θα καταδικάσει σε θάνατο κι αυτούς που τον βοήθησαν:
"των αδίκων έργων εν τούτ' έπραξαν δικαιότατον", θα συμπεράνει ο ιστορικός για τους Αιτωλούς.
Όσοι καταφέρουν να γλιτώσουν θα περιφέρονται για μερικούς μήνες στις υπόλοιπες αρκαδικές πολιτείες ζητώντας άσυλο. Καμμία δεν θα τους δεχθεί. Οι Μαντινείς μάλιστα, μετά το πέρασμα τους, θα κάνουν καθαρτήριες τελετές και θα περιφέρουν τα σφάγια κυκλικά γύρω από τα μέρη που είχαν πατήσει οι φυγάδες για να βεβαιωθούν ότι το μίασμα δεν θα μολύνει τις ψυχές τους. Τέσσερις αιώνες αργότερα ο Παυσανίας που θα περάσει από την Κύναιθα δεν θα βρει παρά μόνον μερικά ερείπια, τα τελευταία σιωπηλά ίχνη μιας πολιτείας που κάποτε υπήρξε μεγάλη.
Το συμπέρασμα του Πολύβιου που εντάσσει τα γεγονότα στα επεισόδια του λεγόμενου "Συμμαχικού Πολέμου" είναι κατηγορηματικό: Οι Κυναιθείς δίκαια έπαθαν ό,τι έπαθαν. Και η ερμηνεία με την οποίαν προσπαθεί να επουλώσει την τραυματική για όλους τους Αρκάδες εμπειρία — σ' αυτήν λέγεται πως αναφέρονταν οι προφορικές παραδόσεις της περιοχής για πολλούς αιώνες — επειδή ακριβώς ακούγεται εκ πρώτης όψεως παράδοξα απλοϊκή, μοιάσει περισσότερο πειστική. Πώς αλλοιώς να εξηγήσει κανείς την τόσο ακραία συμπεριφορά αν δεν ανατρέξει σε πρωτογενείς χειρονομίες, αυτές που το οικοδόμημα του εκλεπτυσμένου λόγου παλεύει να θάψει κάτω απ' τις πολύπλοκες περιστροφές του;
Οι Κυναιθείς εξαγριώθηκαν, αποθηριώθηκαν γιατί, για κάποιους λογούς αμέλησαν την πατροπαράδοτη μουσική παιδεία των Αρκάδων, λέει ο Πολύβιος. Και συνεχίζει: σ' ένα τοπίο όπως αυτό της Αρκαδίας που είναι αύθαδες και τραχύ, ψυχρό και στυγνό, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπισθεί η ακαμψία πού φέρνει στην ψυχή ο σκληρός και επίπονος βίος είναι η μουσική. Η έκφραση της αγριότητας πού σκόρπισαν τα γεγονότα της Κύναιθας σ' όλον τον τόπο δεν ήταν τίποτε άλλο από την γκριμάτσα της ζωής που έχασε την μουσική της.
Έχασαν τον ρυθμό τους.
Ξέπεσαν, αποκτηνώθηκαν.
Λέγεται πως το "αρκαδικόν κοινόν", μιά από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη ομοσπονδία ελληνικών πόλεων πού εμφανίστηκε στην ιστορία, δεν στηρίχθηκε ούτε στην κοινή πολιτική οργάνωση όλων αυτών των πόλεων που, παρ' ότι γειτονικές, παρέμεναν απομονωμένες η μία από την άλλη, ούτε στα οικονομικά συμφέροντα κι άλλα παρόμοια, αλλά στην καλλιέργεια του κοινού αισθήματος που κατέθετε στο μέσον της ζωής η μουσική.
Οι Αρκάδες δεν διακρίνονταν για τις ρητορικές τους επιδόσεις. Όταν συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, οι άνθρωποι δεν μιλούσαν. Μαζεύονταν για να τραγουδήσουν και να παίξουν μουσική.
"Μουσικήν γαρ, την γε αληθώς μουσικήν, πάσι μεν ανθρώποις όφελος ασκείν, Αρκάσι δε και αναγκαίον", - λέει και πάλι ο Πολύβιος ο οποίος διακόπτει την αφήγηση των Ιστοριών του για να παρεμβάλει ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στις μουσικές επιδόσεις των Αρκάδων.
Από μικρά παιδιά μάθαιναν τους νόμους της τέχνης και τραγουδούσαν τους πατροπαράδοτους ύμνους και τους παιάνες για τους επιχώριους θεούς και ήρωες. Αργότερα από τους γεροντότερους διδάσκονταν τους σκοπούς του Φιλόξενου, ενός διθυραμβικού ποιητή που έζησε στην αυλή του Διονυσίου του Τυράννου, και τα τραγούδια του Τιμόθεου, αυτού που λέγεται πως πρόσθεσε την δέκατη και την ενδέκατη χορδή στην κιθάρα, το όργανο που υπηρέτησε με τόση δεξιοτεχνία σ' όλη την διάρκεια του βίου του. Ως τα τριάντα τους οι νέοι συμμετείχαν κάθε χρόνο υποχρεωτικά χορεύοντας στις ετήσιες γιορτές, στον ρυθμό του διονυσιακού αυλού. Στα συμπόσια τους οι Αρκάδες, ποτέ δεν καλούσαν επαγγελματίες τραγουδιστές για να τους διασκεδάσουν. Πάντα εκτελούσαν τους γνώριμους σκοπούς οι ίδιοι.
Γι' αυτούς ήταν μεγάλη ντροπή να ομολογήσουν πως δεν ξέρουν κάποιο από τα τραγούδια τους και τα άμουσα παιδία τους μπορεί να μην τα έριχναν στον Καιάδα, τα υπέβαλαν όμως σ' ένα σωρό καθαρτήριες δοκιμασίες. Η σπουδαιότερη κι η πιο ακραία ήταν η λεγόμενη άσκηση της μοναξιάς, ή "κατά μόνας" όπως την αποκαλούσαν, προφέροντας αυτό το "μόνας" με κάποια ειρωνική έμφαση, σαν να ήθελαν να προκαλέσουν εξορκίζοντας τους τούς ανομολόγητους φόβους τους - τους ίδιους αυτούς φόβους που δούλεψαν για να βγει από το μυθολογικό εργαστήριο η τρομερή μορφή του Λυκάω-να, του ιδρυτή της πρώτης πόλης επί γης, που κάθε εννιά χρόνια μεταμορφωνότανε σε λύκο.
Η "κατά μόνας" εμπειρία την οποίαν πολλοί από τους κατοίκους της ενδοχώρας είχαν γευθεί στην τρυφερή ηλικία των έξι ετών, είχε όλα τα χαρακτηριστικά της καθόδου στις πιο ενδόμυχες μονές της φαντασίας, στις περιοχές του νου όπου ο λόγος, έχοντας υπερβεί τα όρια του, αγγίζει τον πρωτογενή βόμβο μιας ύπαρξης αρχαϊκής, αυτής που αμετακίνητη ελλοχεύει και σήμερα ακόμη στο υπέδαφος της ζωής.
Πολύ απλά οι γονείς, υπό τους ήχους των αυλών, οδηγούσαν το παιδί τους σε κάποιο ερημικό σημείο και το εγκατέλειπαν εκεί μέχρι να τραγουδήσει, "ίνα άση", όπως συνήθιζαν να λένε παροιμειωδώς. Κατά προτίμηση η δοκιμασία ελάμβανε χώρα τις ημέρες του χειμερινού ηλιοστασίου όταν η θερμοκρασία κατεβαίνει κάτω από το μηδέν, οι χιονοπτώσεις είναι καθημερινές και το σκοτάδι της νύχτας υπονομεύει ακόμη και το παγωμένο φως της ημέρας. Δεν ξέρω αν αυτό γινότανε επειδή, στην διάρκεια αυτής της εποχής του χρόνου, το τοπίο της Αρκαδίας θυμίζει την γη των υπερβορείων, τόπο καταγωγής για πολλούς του ξανθού θεού της μουσικής, του Απόλλωνα. Το σίγουρο είναι ότι θεωρούσαν πως κάτι τέτοιες ώρες εκεί πέρα ακουγότανε το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου, αυτό που ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει στα συστατικά της ψυχής του και μόνον τα πνευστά του Μεγάλου Πανός μπορούν να το αποδώσουν με κάποια σχετική ενάργεια, έστω κατά προσέγγισιν.
Τί ήταν αυτό που οδηγούσε το ανυπότακτο αυτί των νεαρών Αρκάδων στους νόμους της μουσικής; Ήταν ο φόβος, η φυσική δοκιμασία, ή μήπως ο συνδυασμός και των δύο; Πάντως έλεγαν ότι το τραγούδι των "δοκιμασμένων" μπορούσες μετά να το ξεχωρίσεις από μακριά, ακόμη και στις μεγάλες χορωδίες των ετήσιων τελετών. Κουβαλούσε στους φθόγγους του τα χρώματα απ' το σκοτάδι της μεγάλης νύχτας που το γέννησε, αυτό το μερίδιο της σιωπής που χρειάζεται κάθε μουσική για να μπορέσει να διεισδύσει χωρίς παρεκτροπές στα μόρια της ψυχής, και να ανακινήσει τα υλικά της, σαν την ρευστότητα της θάλασσας στο βάθος του ορίζοντα — αυτή η θάλασσα που κυκλοφορεί σαν υπονοούμενο στις πτυχές του τοπίου της Πελοποννήσου ακόμη κι όταν δεν την βλέπεις υπήρξε μιά άλλη έμμονη ιδέα των κατοίκων της ενδοχώρας.
Είναι εξάλλου, μάλλον βέβαιο ότι η "κατά μόνας δοκιμασία θα πρέπει να ήταν αποτελεσματική. Αλλοιώς δεν εξηγείται πώς διατηρήθηκε ακόμη και σε εποχές που ο χριστιανισμός έχει θριαμβεύσει και αντιμετωπίζεται από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς, μαζί με ορισμένες τελετές προς τιμήν της Αρτέμιδος, ως μία από τις τελευταίες εκδηλώσεις του παγανισμού στην Πελοπόννησο.
Σ' έναν εκχριστιανισμένο σλάβο ψάλτη των Μέσων αιώνων εξάλλου, χρωστάμε και την μόνη γραπτή μαρτυρία για το τί υπήρξε το "μουσικό υπόβαθρο του κόσμου" — διόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι οι Αρκάδες, βοσκοί αιγοπροβάτων και μισθοφόροι πολεμιστές ως επί το πλείστον, ελάχιστα γραπτά μνημεία άφησαν πίσω τους. Αυτός λοιπόν σημειώνει ότι το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου είναι ο συντεταγμένος συνδυασμός του συρίγματος της απολύτου σιωπής, του αισθήματος της ερημιάς και των δρόμων πού ακολουθεί ο νους όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το θέαμα του έναστρου ουρανού. Γι' αυτόν όλα αυτά τα στοιχεία δεν αντανακλούν παρά την μια αδιαίρετο και μοναδική θεότητα, αυτήν πού δεν μπορούσαν να ακούσουν οι Αρκάδες πίσω από τους φθόγγους της μουσικής τους, γιατί κανείς δεν τους είχε αποκαλύψει την ύπαρξη της. Στα λόγια του, είν' η αλήθεια, διακρίνεται η ειρωνεία του χριστιανού απέναντι στην παγανιστική αφέλεια, μαζί με τον σεβασμό όμως του μουσικού που υποκλίνεται μπροστά στην προϊστορία της τέχνης του.
   Βέβαια, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ακόμη κι αν είχε αναπτυχθεί κάτι σαν αρκαδική λογοτεχνία - κάτι μάλλον αδιανόητο για ανθρώπους που προτιμούσαν να τραγουδούν αντί να μιλάνε — τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Η μουσική παραμένει πάντα η τέχνη που ανθίσταται περισσότερο στον εγκλωβισμό της σε λέξεις και στους γραμματικοσυντακτι-κούς κανόνες τους, ίσως γιατί οι νόμοι της έχουν να κάνουν με τον χρόνο και τις σιωπές, τα ίδια τα υλικά πού χρησιμοποιεί και η τέχνη της αφήγησης. Έναν πίνακα μπορείς να τον περιγράψεις, ένα μουσικό κομμάτι όμως είναι αδύνατον να το αφηγηθείς, εκτός κι αν καταφύγεις σ' εκείνες τις μεταφορές πού παλεύουν να μπαλώσουν σαν κέρινα ομοιώματα το κενό της αμηχανίας. Δεν είναι τυχαίο που ο Σωκράτης ενώ με τόση ευφράδεια στέκεται μπροστά σε έννοιες όπως η ελευθερία και το δίκαιο, αφήνει την μουσική για το τέλος, διατυπώνοντας εκείνο το "μουσικήν ποίει και εργάζου" λίγες μόνον στιγμές πριν απ' τον θάνατο του, σαν να μην θέλει να αφήσει χρόνο στους μαθητές του για να του ζητήσουν εξηγήσεις.
Για το τέλος μένει η απορία: ποιά να είναι άραγε αυτή η "αληθώς μουσική" στην οποίαν αναφέρεται ο Πολύβιος; Ελάχιστα πεισμένος από τις προσπάθειες αποκαταστάσεως της αρχαίας ελληνικής μουσικής πού μπορούν να ικανοποιήσουν μόνον ορισμένους συλλέκτες ιστοριοδίφες, αρκούμαι στην νοσταλγία αυτών των ρυθμικών φθόγγων που χάθηκαν μαζί με τους ανθρώπους τους, όχι γιατί μπορώ να τους φαντασθώ — ελάχιστα μελωδικούς, μονότονους και σκληρούς κατά προτίμησιν — αλλά γιατί μπορώ να σκεφθώ την ύπαρξή τους.
Τί άλλο μπορεί να επιδιώξει μια μουσική που θέλει να είναι αληθινή, εκτός απ' το να συμφιλιώσει τους ανθρώπους της με τον κόσμο τους; Κι αν κάτι με γοητεύει σε όλη αυτήν την ιστορία είναι η εικόνα αυτών των λιγομίλητων ανθρώπων που με τα σώματα ελαφρώς σκυφτά, αν και γεροδεμένα, με τα πρόσωπα σκαμμένα από τον ήλιο, αρχίζουν να τραγουδάνε ή να ξεφυσάνε με μανία τα πρωτόλεια όργανα τους, όχι για να προσθέσουν στην ζωή τους κάποια πολυτέλεια, αλλά για να αντιμετωπίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, το μερίδιο της αγριότητας που κουβαλούσαν μέσα τους.
Η μουσική ήταν το ένδυμα της ορφανής συνείδησης τους.

(Από το ένθετο του δίσκου "Ημερολόγιο" του Νίκου Ξυδάκη, LYRA)

Dragatakis Dimitris Sonata No 1 for violin and piano 1958

ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ


Κομμάτια στην Κλασική Μουσική με θέμα την Θάλασσα μαζί με αποσπάσματα από το ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


“Ἤμην πτωχὸν βοσκόπουλον εἰς τὰ ὄρη. Δεκαοκτὼ ἐτῶν, καὶ δὲν ἤξευρα ἀκόμη ἄλφα. Χωρὶς νὰ τὸ ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής. Τὴν τελευταίαν φορὰν ὁποὺ ἐγεύθην τὴν εὐτυχίαν ἦτον τὸ θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187… Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, κ᾽ ἔβλεπα τὸ πρωίμως στρυφνόν, ἡλιοκαὲς πρόσωπόν μου νὰ γυαλίζεται εἰς τὰ ρυάκια καὶ τὰς βρύσεις, κ᾽ ἐγύμναζα τὸ εὐλύγιστον, ὑψηλὸν ἀνάστημά μου ἀνὰ τοὺς βράχους καὶ τὰ βουνά."


"Ἡ τελευταία χρονιὰ ποὺ ἤμην ἀκόμη φυσικὸς ἄνθρωπος ἦτον τὸ θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187… Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ᾽ ἔβοσκα τὰς αἶγας τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τὰ ὄρη τὰ παραθαλάσσια, τ᾽ ἀνερχόμενα ἀποτόμως διὰ κρημνώδους ἀκτῆς, ὕπερθεν τοῦ κράτους τοῦ Βορρᾶ καὶ τοῦ πελάγους. Ὅλον τὸ κατάμερον* ἐκεῖνο, τὸ καλούμενον Ξάρμενο*, ἀπὸ τὰ πλοῖα τὰ ὁποῖα κατέπλεον ξάρμενα ἢ ξυλάρμενα*, ἐξωθούμενα ἀπὸ τὰς τρικυμίας, ἦτον ἰδικόν μου.
Ἡ πετρώδης, ἀπότομος ἀκτή μου, ἡ Πλατάνα, ὁ Μέγας Γιαλός, τὸ Κλῆμα, ἔβλεπε πρὸς τὸν Καικίαν, καὶ ἦτον ἀναπεπταμένη πρὸς τὸν Βορρᾶν. Ἐφαινόμην κ᾽ ἐγὼ ὡς νὰ εἶχα μεγάλην συγγένειαν μὲ τοὺς δύο τούτους ἀνέμους, οἱ ὁποῖοι ἀνέμιζαν τὰ μαλλιά μου, καὶ τὰ ἔκαμναν νὰ εἶναι σγουρὰ ὅπως οἱ θάμνοι κ᾽ αἱ ἀγριελαῖαι, τὰς ὁποίας ἐκύρτωναν μὲ τὸ ἀκούραστον φύσημά των, μὲ τὸ αἰώνιον τῆς πνοῆς των φραγγέλιον.
Ὅλα ἐκεῖνα ἦσαν ἰδικά μου. Οἱ λόγγοι, αἱ φάραγγες, αἱ κοιλάδες, ὅλος ὁ αἰγιαλός, καὶ τὰ βουνά. Τὸ χωράφι ἦτον τοῦ γεωργοῦ μόνον εἰς τὰς ἡμέρας ποὺ ἤρχετο νὰ ὀργώσῃ ἢ νὰ σπείρῃ, κ᾽ ἔκαμνε τρὶς τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ᾽ ἔλεγεν: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σπέρνω αὐτὸ τὸ χωράφι, γιὰ νὰ φᾶνε ὅλ᾽ οἱ ξένοι κ᾽ οἱ διαβάτες, καὶ τὰ πετεινὰ τ᾽ οὐρανοῦ, καὶ νὰ πάρω κ᾽ ἐγὼ τὸν κόπο μου!»
"Μίαν ἑσπέραν, καθὼς εἶχα κατεβάσει τὰ γίδια μου κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυροὺς κολπίσκους καὶ ἀγκαλίτσες τὸ κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας καὶ ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς τόσους ἑλιγμοὺς καὶ δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τὸ ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον, χορεῦον μὲ ἀτάκτους φλοίσβους καὶ ἀφρούς, ὅμοιον μὲ τὸ βρέφος τὸ ψελλίζον, ποὺ ἀναπηδᾷ εἰς τὸ λῖκνόν του καὶ λαχταρεῖ νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ χορεύσῃ εἰς τὴν χεῖρα τῆς μητρὸς ποὺ τὸ ἔψαυσε ― καθὼς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τὰ γίδια μου διὰ ν᾽ «ἁρμυρίσουν» εἰς τὴν θάλασσαν, ὅπως συχνὰ ἐσυνήθιζα, εἶδα τὴν ἀκρογιαλιὰν ποὺ ἦτον μεγάλη χαρὰ καὶ μαγεία, καὶ τὴν «ἐλιμπίστηκα», κ᾽ ἐλαχτάρησα νὰ πέσω νὰ κολυμβήσω. Ἦτον τὸν Αὔγουστον μῆνα."
"Ἐγύρισα ὀπίσω, κατέβην πάλιν τὸν κρημνόν, κ᾽ ἔφθασα κάτω εἰς τὴν θάλασσαν. Τὴν ὥραν ἐκείνην εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλιος, καὶ τὸ φεγγάρι σχεδὸν ὁλόγεμον ἤρχισε νὰ λάμπῃ χαμηλά, ὣς δύο καλαμιὲς ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς ἀντικρινῆς νήσου. Ὁ βράχος ὁ δικός μου ἔτεινε πρὸς βορρᾶν, καὶ πέραν ἀπὸ τὸν ἄλλον κάβον πρὸς δυσμάς, ἀριστερά μου, ἔβλεπα μίαν πτυχὴ ἀπὸ τὴν πορφύραν τοῦ ἡλίου, ποὺ εἶχε βασιλέψει ἐκείνην τὴν στιγμήν.
Ἦτον ἡ οὐρὰ τῆς λαμπρᾶς ἁλουργίδος ποὺ σύρεται ὀπίσω, ἢ ἦτον ὁ τάπης, ποὺ τοῦ ἔστρωνε, καθὼς λέγουν, ἡ μάννα του, διὰ νὰ καθίσῃ νὰ δειπνήσῃ.
Δεξιὰ ἀπὸ τὸν μέγαν κυρτὸν βράχον μου, ἐσχηματίζετο μικρὸν ἄντρον θαλάσσιον, στρωμένον μὲ ἄσπρα κρυσταλλοειδῆ κοχύλια καὶ λαμπρὰ ποικιλόχρωμα χαλίκια, ποὺ ἐφαίνετο πὼς τὸ εἶχον εὐτρεπίσει καὶ στολίσει αἱ νύμφαι τῶν θαλασσῶν. Ἀπὸ τὸ ἄντρον ἐκεῖνο ἤρχιζεν ἕνα μονοπάτι, διὰ τοῦ ὁποίου ἀνέβαινέ τις πλαγίως τὴν ἀπότομον ἀκρογιαλιάν, κ᾽ ἔφθανεν εἰς τὴν κάτω πόρταν τοῦ τοιχογυρίσματος τοῦ κὺρ Μόσχου, τοῦ ὁποίου ὁ ἕνας τοῖχος ἔζωνεν εἰς μῆκος ἑκατοντάδων μέτρων ὅλον τὸν αἰγιαλόν.
Ἐπέταξα ἀμέσως τὸ ὑποκάμισόν μου, τὴν περισκελίδα μου, κ᾽ ἔπεσα εἰς τὴν θάλασσαν. Ἐπλύθην, ἐλούσθην, ἐκολύμβησα ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας. ᾘσθανόμην γλύκαν, μαγείαν ἄφατον, ἐφανταζόμην τὸν ἑαυτόν μου ὡς νὰ ἤμην ἓν μὲ τὸ κῦμα, ὡς νὰ μετεῖχον τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῆς ὑγρᾶς καὶ ἁλμυρᾶς καὶ δροσώδους. Δὲν θὰ μοῦ ἔκανε ποτὲ καρδιὰ νὰ ἔβγω ἀπὸ τὴν θάλασσαν, δὲν θὰ ἐχόρταινα ποτὲ τὸ κολύμβημα, ἂν δὲν εἶχα τὴν ἔννοιαν τοῦ κοπαδιοῦ μου. Ὅσην ὑπακοὴν καὶ ἂν εἶχαν πρὸς ἐμὲ τὰ ἐρίφια, καὶ ἂν ἤκουον τὴν φωνήν μου διὰ νὰ καθίσουν ἥσυχα, ἐρίφια ἦσαν, δυσάγωγα καὶ ἄπιστα ὅσον καὶ τὰ μικρὰ παιδία. Ἐφοβούμην μήπως τινὰ ἀποσκιρτήσουν καὶ μοῦ φύγουν, καὶ τότε ἔπρεπε νὰ τρέχω νὰ τὰ ζητῶ τὴν νύκτα εἰς τοὺς λόγγους καὶ τὰ βουνὰ ὁδηγούμενος μόνον ἀπὸ τὸν ἦχον τῶν κωδωνίσκων τῶν τράγων! Ὅσον ἀφορᾷ τὴν Μοσχούλαν, διὰ νὰ εἶμαι βέβαιος, ὅτι δὲν θὰ μοῦ φύγῃ πάλιν, καθὼς μοῦ εἶχε φύγει τὴν ἄλλην φοράν, ὁπότε ὁ ἄγνωστος κλέπτης (ὢ νὰ τὸν ἔπιανα) τῆς εἶχε κλέψει, ὁ ἀνόητος, τὸν ἐπίχρυσον κωδωνίσκον μὲ τὸ κόκκινον περιδέραιον ἀπὸ τὸν λαιμόν, ἐφρόντισα νὰ τὴν δέσω μ᾽ ἕνα σχοινάκι εἰς τὴν ρίζαν ἑνὸς θάμνου ὀλίγον παραπάνω ἀπὸ τὸν βράχον, εἰς τὴν βάσιν τοῦ ὁποίου εἶχα ἀφήσει τὰ ροῦχά μου πρὶν ριφθῶ εἰς τὴν θάλασσαν."
"Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐνῷ ἔκαμα τὸ πρῶτον βῆμα, ἀκούω σφοδρὸν πλατάγισμα εἰς τὴν θάλασσαν, ὡς σώματος πίπτοντος εἰς τὸ κῦμα. Ὁ κρότος ἤρχετο δεξιόθεν, ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἄντρου τοῦ κογχυλοστρώτου καὶ νυμφοστολίστου, ὅπου ἤξευρα, ὅτι ἐνίοτε κατήρχετο ἡ Μοσχούλα, ἡ ἀνεψιὰ τοῦ κὺρ Μόσχου, κ᾽ ἐλούετο εἰς τὴν θάλασσαν. Δὲν θὰ ἐρριψοκινδύνευα νὰ ἔλθω τόσον σιμὰ εἰς τὰ σύνορά της, ἐγὼ ὁ σατυρίσκος τοῦ βουνοῦ, νὰ λουσθῶ, ἐὰν ἤξευρα ὅτι ἐσυνήθιζε νὰ λούεται καὶ τὴν νύκτα μὲ τὸ φῶς τῆς σελήνης. Ἐγνώριζα ὅτι τὸ πρωί, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου, συνήθως ἐλούετο.
Ἔκαμα δύο-τρία βήματα χωρὶς τὸν ἐλάχιστον θόρυβον, ἀνερριχήθην εἰς τὰ ἄνω, ἔκυψα μὲ ἄκραν προφύλαξιν πρὸς τὸ μέρος τοῦ ἄντρου, καλυπτόμενος ὄπισθεν ἑνὸς σχοίνου καὶ σκεπόμενος ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, καὶ εἶδα πράγματι ὅτι ἡ Μοσχούλα εἶχε πέσει ἀρτίως εἰς τὸ κῦμα γυμνή, κ᾽ ἐλούετο…"
"Ἦτον ἀπόλαυσις, ὄνειρον, θαῦμα. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ὣς πέντε ὀργυιὰς ἀπὸ τὸ ἄντρον, καὶ ἔπλεε, κ᾽ ἔβλεπε τώρα πρὸς ἀνατολάς, στρέφουσα τὰ νῶτα πρὸς τὸ μέρος μου. Ἔβλεπα τὴν ἀμαυρὰν καὶ ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς κόμην της, τὸν τράχηλόν της τὸν εὔγραμμον, τὰς λευκὰς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τοὺς βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεόμενα, μελιχρὰ καὶ ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς σελήνης. Διέβλεπα τὴν ὀσφύν της τὴν εὐλύγιστον, τὰ ἰσχία της, τὰς κνήμας, τοὺς πόδας της, μεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τὸ κῦμα. Ἐμάντευα τὸ στέρνον της, τοὺς κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τὰς ριπὰς καὶ τῆς θαλάσσης τὸ θεῖον ἄρωμα. Ἦτον πνοή, ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον ἐπιπλέον εἰς τὸ κῦμα· ἦτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων…"
"Καὶ ἐσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος ἂν ἔπρεπε νὰ ριφθῶ εἰς τὴν θάλασσαν, μᾶλλον, διὰ νὰ ἔλθω εἰς βοήθειαν τῆς κόρης, ἢ νὰ τρέξω καὶ νὰ φύγω… Ἤρκει ἡ φυγή μου νὰ τῆς ἔδιδε μεγαλύτερον θάρρος ἢ ὅσον ἡ παραμονή μου καὶ τὸ τρέξιμόν μου εἰς βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατὰ συγκυρίαν ὄχι παράδοξον, καθότι ὅλοι οἱ αἰγιαλοὶ καὶ αἱ θάλασσαι ἐκεῖναι ἐσυχνάζοντο ἀπὸ τοὺς ἁλιεῖς, μία βάρκα ἐφάνη νὰ προβάλλῃ ἀντικρύ, πρὸς τὸ ἀνατολικομεσημβρινὸν μέρος, ἀπὸ τὸν πέρα κάβον, τὸν σχηματίζοντα τὸ δεξιὸν οἱονεὶ κέρας τοῦ κολπίσκου. Ἐφάνη πλέουσα ἀργά, ἐρχομένη πρὸς τὰ ἐδῶ, μὲ τὰς κώπας· πλὴν ἡ ἐμφάνισίς της, ἀντὶ νὰ δώσῃ θάρρος εἰς τὴν κόρην, ἐπέτεινε τὸν τρόμον της.
Ἀφῆκε δευτέραν κραυγὴν μεγαλυτέρας ἀγωνίας. Ἐν ἀκαρεῖ τὴν εἶδα νὰ βυθίζεται, καὶ νὰ γίνεται ἄφαντη εἰς τὸ κῦμα.
Δὲν ἔπρεπε τότε νὰ διστάσω. Ἡ βάρκα ἐκείνη ἀπεῖχεν ὑπὲρ τὰς εἴκοσιν ὀργυιάς, ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου ἠγωνία ἡ κόρη, ἐγὼ ἀπεῖχα μόνον πέντε ἢ ἓξ ὀργυιάς. Πάραυτα, ὅπως ἤμην, ἐρρίφθην εἰς τὴν θάλασσαν, πηδήσας μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω, ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βράχου.
Τὸ βάθος τοῦ νεροῦ ἦτον ὑπὲρ τὰ δύο ἀναστήματα. Ἔφθασα σχεδὸν εἰς τὸν πυθμένα, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀμμόστρωτος, ἐλεύθερος βράχων καὶ πετρῶν, καὶ δὲν ἦτο φόβος νὰ κτυπήσω. Πάραυτα ἀνέδυν καὶ ἀνῆλθον εἰς τὸν ἀφρὸν τοῦ κύματος.
Ἀπεῖχον τώρα ὀλιγώτερον ἢ πέντε ὀργυιὰς ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ πόντου, ὅπου ἐσχηματίζοντο δῖναι καὶ κύκλοι συστρεφόμενοι εἰς τὸν ἀφρὸν τῆς θαλάσσης, οἱ ὁποῖοι θὰ ἦσαν ὡς μνῆμα ὑγρὸν καὶ ἀκαριαῖον διὰ τὴν ἀτυχῆ παιδίσκην· τὰ μόνα ἴχνη τὰ ὁποῖα ἀφήνει ποτὲ εἰς τὴν θάλασσαν ἀγωνιῶν ἀνθρώπινον πλάσμα!… Μὲ τρία στιβαρὰ πηδήματα καὶ πλευσίματα, ἐντὸς ὀλίγων στιγμῶν, ἔφθασα πλησίον της…
Εἶδα τὸ εὔμορφον σῶμα νὰ παραδέρνῃ κάτω, πλησιέστερον εἰς τὸν βυθὸν τοῦ πόντου ἢ εἰς τὸν ἀφρὸν τοῦ κύματος, ἐγγύτερον τοῦ θανάτου ἢ τῆς ζωῆς· ἐβυθίσθην, ἥρπασα τὴν κόρην εἰς τὰς ἀγκάλας μου, καὶ ἀνῆλθον.
Καθὼς τὴν εἶχα περιβάλει μὲ τὸν ἀριστερὸν βραχίονα, μοῦ ἐφάνη ὅτι ᾐσθάνθην ἀσθενῆ τὴν χλιαρὰν πνοήν της εἰς τὴν παρειάν μου. Εἶχα φθάσει ἐγκαίρως, δόξα τῷ Θεῷ!… Ἐντούτοις δὲν παρεῖχε σημεῖα ζωῆς ὁλοφάνερα… Τὴν ἐτίναξα μὲ σφοδρὸν κίνημα, αὐθορμήτως, διὰ νὰ δυνηθῇ ν᾽ ἀναπνεύσῃ, τὴν ἔκαμα νὰ στηριχθῇ ἐπὶ τῆς πλάτης μου, καὶ ἔπλευσα, μὲ τὴν χεῖρα τὴν δεξιὰν καὶ μὲ τοὺς δύο πόδας, ἔπλευσα ἰσχυρῶς πρὸς τὴν ξηράν. Αἱ δυνάμεις μου ἐπολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
ᾘσθάνθην ὅτι προσεκολλᾶτο τὸ πλάσμα ἐπάνω μου· ἤθελε τὴν ζωήν της· ὤ! ἂς ἔζη, καὶ ἂς ἦτον εὐτυχής. Κανεὶς ἰδιοτελὴς λογισμὸς δὲν ὑπῆρχε τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὸ πνεῦμά μου. Ἡ καρδία μου ἦτο πλήρης αὐτοθυσίας καὶ ἀφιλοκερδείας. Ποτὲ δὲν θὰ ἐζήτουν ἀμοιβήν!"
"Ἡ Μοσχούλα ἔζησε, δὲν ἀπέθανε. Σπανίως τὴν εἶδα ἔκτοτε, καὶ δὲν ἠξεύρω τί γίνεται τώρα, ὁπότε εἶναι ἁπλῆ θυγάτηρ τῆς Εὔας, ὅπως ὅλαι.
Ἀλλ᾽ ἐγὼ ἐπλήρωσα τὰ λύτρα διὰ τὴν ζωήν της. Ἡ ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, τὴν ὁποίαν εἶχα λησμονήσει πρὸς χάριν της, πράγματι «ἐσχοινιάσθη»· περιεπλάκη κακὰ εἰς τὸ σχοινίον, μὲ τὸ ὁποῖον τὴν εἶχα δεμένην, καὶ ἐπνίγη!… Μετρίως ἐλυπήθην, καὶ τὴν ἔκαμα θυσίαν πρὸς χάριν της.
Κ᾽ ἐγὼ ἔμαθα γράμματα, ἐξ εὐνοίας καὶ ἐλέους τῶν καλογήρων, κ᾽ ἔγινα δικηγόρος… Ἀφοῦ ἐπέρασα ἀπὸ δύο ἱερατικὰς σχολάς, ἦτον ἑπόμενον!
Τάχα ἡ μοναδικὴ ἐκείνη περίστασις, ἡ ὀνειρώδης ἐκείνη ἀνάμνησις τῆς λουομένης κόρης, μ᾽ ἔκαμε νὰ μὴ γίνω κληρικός; Φεῦ! ἀκριβῶς ἡ ἀνάμνησις ἐκείνη ἔπρεπε νὰ μὲ κάμῃ νὰ γίνω μοναχός.
Ὀρθῶς ἔλεγεν ὁ γηραιὸς Σισώης ὅτι «ἂν ἤθελαν νὰ μὲ κάμουν καλόγερον, δὲν ἔπρεπε νὰ μὲ στείλουν ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι…» Διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου ἤρκουν τὰ ὀλίγα ἐκεῖνα κολλυβογράμματα, τὰ ὁποῖα αὐτὸς μὲ εἶχε διδάξει, καὶ μάλιστα ἦσαν καὶ πολλά!…
Καὶ τώρα, ὅταν ἐνθυμοῦμαι τὸ κοντὸν ἐκεῖνο σχοινίον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐσχοινιάσθη κ᾽ ἐπνίγη ἡ Μοσχούλα, ἡ κατσίκα μου, καὶ ἀναλογίζωμαι τὸ ἄλλο σχοινίον τῆς παραβολῆς, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι δεμένος ὁ σκύλος εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀφέντη του, διαπορῶ μέσα μου ἂν τὰ δύο δὲν εἶχαν μεγάλην συγγένειαν, καὶ ἂν δὲν ἦσαν ὡς «σχοίνισμα κληρονομίας» δι᾽ ἐμέ, ὅπως ἡ Γραφὴ λέγει."

ΜΟΤΣΑΡΤ-ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑΣ

ΝΟΡΜΠΕΡΤ ΕΛΙΑΣ

"Το όνειρο του Μότσαρτ ήταν πάντοτε να δουλεύει ελεύθερα και να ακολουθεί τις εσωτερικές φωνές του, χωρίς να πρέπει να σκεφθεί έναν αγοραστή. Ήδη στο Ζάλτσμπουργκ έγραφε τα πιο μεγάλα του έργα συνήθως κάνοντας του το χατίρι και αφήνοντας την φαντασία του ελεύθερη. Στην  Βιέννη πίστευε πως θα έχει αυτή τη δυνατότητα. Αλλά και εδώ ήταν αναγκασμένος να κάνει συμβιβασμούς. Ας πάρουμε ως παράδειγμα μερικά κοντσέρτα για πιάνο που συνέθεσε στα μέσα της δεκαετίας του 1780, όταν ήταν ζωτική ανάγκη γι’αυτόν να βρει το γούστο του κοινού, αφού χρειαζόταν τα έσοδα από τις “ακαδημίες” του. 
Στις 11 Δεκεμβρίου 1784 αποπεράτωσε ένα κοντσέρτο σε φα μείζονα (KV 459), με τύμπανα και τρομπέτες στο tutti, που εκτελέστηκε έξι χρόνια αργότερα, με την ευκαιρία της στέψης του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Β΄στην Φραγκφούρτη. Ήταν ένα έργο που απέβλεπε σε μεγάλο βαθμό στο κοινό, με “παλικαρισμούς” και επιδεικτικότατη δεξιοτεχνία. Αλλά σαν να βαρέθηκε αυτή την υποταγή της δημιουργικότητας του σε ανώτερες δυνάμεις, σαν να εξεγειρόταν, δύο μήνες αργότερα έγραψε ένα εντελώς διαφορετικό κοντσέρτο για πιάνο σε ρε ελάσσονα (KV 466), που εν μέρει διακρίνεται από δραματικό πάθος. Δίνει εντύπωση ότι εδώ αδιαφορεί πλήρως για την γνώμη του κοινού. Γράφει μουσική όπως αισθάνεται ο  ίδιος, ίσως μάλιστα με τη συνειδητή ή ασυνείδητη πρόθεση να σοκάρει -pour epater la noblesse [για να κάνει τους ευγενείς να τα χάσουν]. Αυτό δεν τον έκανε πιο δημοφιλή, τη στιγμή μάλιστα που χρειαζόταν χρήματα. Εξάλλου τον 19ο αιώνα αυτό ήταν το μόνο ευρύτερα γνώριμο κοντσέρτο του." 
"Αλλά ο Μότσαρτ δεν συνέχισε χωρίς άλλο στην ίδια κατέυθυνση. Τον χειμώνα και την άνοιξη 1785-86 συνέθεσε τρία νέα κοντσέρτα για τα οποία ο Alfred Einstein γράφει στο φωτισμένο του βιβλίο:
“ Στα δύο πρώτα [KV  482 και KV 488] είναι σαν ο Μότσαρτ να αισθάνθηκε πως το είχε παρακάνει, πως είχε υπερβολικές απαιτήσεις από τους Βιεννέζους, πως ξεπέρασε τα “κοινωνικά” όρια -ή απλώς αισθάνθηκε πως έχανε την εύνοια του κοινού και τώρα έπρεπε να προσπαθήσει να την αποκτήσει εκ νέου ξαναγράφοντας έργα με σίγουρη επιτυχία”
"Το 1789 ο Μότσαρτ πήγε στο Βερολίνο, όπου ο τσελίστας βασιλιάς του παράγγειλε έξι κουαρτέτα εγχόρδων και έξι ελαφρές σονάτες για την κόρη του που έπαιζε πιάνο. Υπήρχαν λοιπόν παραγγελίες. Μπορούμε όμως να δούμε ότι ο Μότσαρτ ήξερε πως γι’αυτόν τον εντολέα έπρεπε να απλοποιήσει αυτά που άκουγε, και ήδη έχασε κάθε ενδιαφέρον για την ανάθεση. Δεν ήθελε να κάνει απλοποιήσεις. Ήθελε να ακολουθήσει τις εσωτερικές του φωνές και αυτές να καταγράψει. Κια έτσι αποπεράτωσε για την αυλή του Βραδεμβούργου μόνο τρία κουαρτέτα και από τις σονάτες για πιάνο μόνο μία. Όλο και περισσότερο ο Μότσαρτ έτεινε να δημιουργεί για τον εαυτό του, όχι κατά παραγγελία, όπως κάνουν κατά κύριο λόγο οι σημερινοί μουσικοί." 
"Ο Μπετόβεν γεννήθηκε το 1770, σχεδόν 15 χρόνια μετά τον Μότσαρτ. Αυτό που ο Μότσαρτ μάταια επεδίωκε, ο Μπετόβεν δεν το πέτυχε βέβαια πανεύκολα, αλλά οπωσδήποτε με πολύ λιγότερο κόπο: να γίνει ανεξάρτητος από την αυλική-αριστοκρατική πατρωνεία και να μπορεί έτσι στις συνθέσεις του να ακούει περισσότερο τη δική του φωνή - ή ακριβέστερα, την εγγενή συνέπεια των φωνών- παρά να ακολουθεί το συμβατικό γούστο των αγοραστών. Ο Μπετόβεν είχε ήδη πιο πολλές δυνατότητες να επιβάλει το γούστο του στο μουσικό κοινό."

"Τον Ιούλιο 1801 ο Μπετόβεν έγραφε στον φίλο του Wegeler: 
“Οι συνθέσεις μου μου αποφέρουν πολλά και μπορώ να πω ότι έχω περισσότερες παραγγελίες από όσες θα μπορούσα να ικανοποιήσω. ‘Εχω επίσης για κάθε έργο έξι-εφτά εκδότες ή αν αυτό με ενδιέφερε, ακόμη πιο πολλούς: δεν διαπραγματεύονται μαζί μου, αλλά εγώ απαιτώ και αυτοί πληρώνουν.Όπως βλέπεις οι συνθήκες είναι ευχάριστες...”


Ο Μότσαρτ ονειρευόταν να καταφέρει αυτό που ο Μπετόβεν, αξιώθηκε να επιτύχει. Και ποιος ξέρει, ίσως θα το κατάφερνε τελικά και αυτός, αν είχε το θάρρος να ζήσει πιο πολύ. Σύμφωνα με τον κυρίαρχο κανόνα σκέψης είναι εύλογο να πιστέψουμε ότι και ο Μότσαρτ στην ίδια ηλικία των 34 χρόνων θα μπορούσε να φτάσει, όπως ο Μπετόβεν στο σημείο μα διαγκωνίζονται οι εκδότες για τις συνθέσεις του, αν είχε συμορφωθεί περισσότερο με το γούστο του ευρύτερου κοινού. Όμως δεν θα έπρεπε να υποχωρεί κανείς τόσο γρήγορα στην πίεση που ασκεί αυτός ο κανόνας αναγκάζοντας μας να αναγουμε τέτοιες βιογραφικές διαφορές μεταξύ δύο ανθρώπων σε ατομικές διαφορές και να περιφρονούμε τις εξηγήσεις βάσει των δομικών αλλαγών της κοινωνίας. Μετά το θάνατο του Μότσαρτ η μουσική γνώρισε επιτυχίες. Εκείνο που του έλειπε ενόσω ζούσε ήταν μεταξύ άλλων η πιο ανεπτυγμένη δραστηριότητα των εκδοτικών οίκων στο πεδίο της μουσικής, που υπαινίσσεται ο Μπετόβεν στην επιστολή του (και ταυτόχρονα η πιο συχνή οργάνωση συναυλιών για ένα κοινό που πλήρωνε εισητήριο και όχι μόνο για προσκεκλημένους). "


“ H αλλαγή για την οποία μιλούμε δεν σχετίζεται μόνο με την κοινωνική θέση του καλλιτέχνη. Μαζί με αυτή άλλαξε ο “κανόνας” της καλλιτεχνικής δημιουργίας, με άλλα λόγια η δομή της τέχνης. Αλλά αυτοί οι συσχετισμοί δεν μπορούν να γίνουν κατανοητοί, αν θεωρήσουμε, όπως συχνά συμβάινει σήμερα, τη μετάβαση από την καλλιτεχνική παραγωγή για ένα προσωπικά γνωστό εργοδότη και εντολέα, δηλαδή από την τέχνη της πατρωνείας, στην καλλιτεχνική παραγωγή για ένα κοινό που πληρώνει, δηλαδή για την ελεύθερη, λιγότερο ή περισσότερο ανώνυμη αγορά, ως ένα απλώς οικονομικό γεγονός και ξεχάσουμε το ουσιώδες: ότι εδώ πρόκειται για μια ακριβώς συλληπτή δομική αλλαγή στη σχέση μεταξύ ανθρώπων, ιδιαίτερα για την απόκτηση μεγαλύτερης εξουσίας από τον καλλιτέχνη στη σχέση με το κοινό του."


'Ένας επιτήδειος και έμπειρος συντάκτης λιμπρέτων, ο Stephanie [Στέφανι] ο νεώτερος, παρέδωσε στις 30 Ιουνίου 1781 στον Μότσαρτ το λιμπρέτο ενός γερμανικού μελοδράματος με τουρκικό θέμα και τίτλο “Ο Μπελμόντε και η Κονστάντσε” ή “Η απαγωγή από το σεράι”. Σε αυτό το έργο ο Μότσαρτ προχώρησε με μεγάλη όρεξη. Η μουσική του για την όπερα αυτή φανερώνει κάτι από το συναίσθημα χαράς και ελευθερίας της πρώτης του περιόδου στην Βιέννη. Εδώ έλαβε ακόμη πιο πολύ από όσο συνέβαινε στις προηγούμενες όπερες του το θάρρος να μετεξελίξει με τον δικό του τρόπο την αυλική μουσική παράδοση, μέσα στην οποία είχε μεγαλώσει και η οποία του είχε γίνει δεύτερη φύση. Αυτή η δυνατότητα -περισσότερο απ’όσο επιτρεπόταν στο Ζάλτσμπουργκ -, η ελευθερία να ακολουθεί τη δική του μουσική φαντασία, ήταν μια από τις ανώτατες επιθυμίες του. Όπως είπαμε, αυτή η ελευθερία ήαταν γι’αυτόν η εκπλήρωση ενος νοήματος."

The Abduction from the Seraglio (vaimusic.com)
Nicolai Gedda "Ich baue ganz", The abduction from the seraglio
Κατ’αυτά ο Μότσαρτ έμοιαζε τώρα πραγματικά με έναν “ελεύθερο καλλιιτέχνη”. Αλλά ήδη σε αυτή την  πρώτη προσπάθεια να αφήσει τη μουσική φαντασία του να πετάξει πιο ελεύθερα φάνηκε κάτι από το  επαναλαμβανόμενο δίλημμα των “ελεύθερων” καλλιτεχνών: “Όταν ένας καλλιτέχνης αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια στην ατομική του φαντασία, προπάντων στην ικανότητα του να βλέπει ή να ακούει περισσότερα πράγματα μαζί, και αυτά τα περιθώρια σπάζουν το περιθώριο του υφιστάμενου κανόνα γούστου στην τέχνη, κατ’αρχάς μειώνει τις πιθανότητες απήχησης των έργων του στο κοινό του. Αυτό μπορεί να είναι σχετικά ακίνδυνο όταν οι συσχετισμοί δυνάμεων στην κοινωνία του είναι τέτοιοι ώστε το κοινόπου απολαμβάνει την τέχνη και πληρώνει γι’αυτή την απόλαυση να είναι σχετικά ανασφαλές στο γούστο του ή τουλάχιστον η διαμόρφωση του γούστου του να εξαρτάται από ειδικά καλλιτεχνικά κατεστημένα, στα οποία ανήκουν και οι εκάστοτε κυρίαρχοι καλλιτέχνες. 

Mozart / Karl Böhm, 1964: Overture to the Abduction From The Seraglio - Staatskapelle Dresden
Kathleen Battle " Ach Ich Liebte" from Mozart's The Abduction From The Seraglio" Act 1 No. 6
Τα πράγματα είναι διαφορετικά σε μια κοινωνία που το κατεστημένο της θεωρεί το καλό γούστο τόσο σε σχέση με την ενδυμασία, τα έπιπλα και τα σπίτια ως αυτονόητο προνόμιο της δικής του κοινωνικής ομάδας. Εδώ η τάση ενός “ελεύθερου καλλιτέχνη” να καινοτομεί πέρα και έξω από τον υφιστάμενο κανόνα μπορεί να αποβεί πολύ επικίνδυνη για τον ίδιο. Ο αυτοκράτορας Ιωσήφ ο Β΄, που συμμετέσχε ως ένα βαθμό στο σχεδιασμό της όπερας του Μότσαρτ “Η απαγωγή από το σεράι”, ως υποδειγματικού γερμανικού μελοδράματος, φαίνεται ότι δεν ήταν εντελώς ευχαριστημένος από το αποπερατωμένο έργο. Μετά την πρεμιέρα της Βιέννης είπε στο συνθέτη: “Πάρα πολλές νότες, αγαπητέ Μότσαρτ, πάρα πολλές νότες”.

Fritz Wunderlich & Anneliese Rothenberger - Die Entführung aus dem Serail - live! 1961
Mozart Vivat Bacchus Duet Bohm
Φαίνεται πως και μία από τις τραγουδίστριες παραπονέθηκε ότι η ορχήστρα επικαλύπτει τη φωνή της και δεν μπορεί να ακουσθεί. Από αυτή την άποψη ο Μότσαρτ, χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, συνέβαλε σε μια ανακατανομή της εξουσίας. Στις αυλικές όπερες παλαιότερου τύπου κυριαρχούσαν οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες. Η οργανική μουσική έπρεπε να έρχεται σε δεύτερη μοίρα, απλώς να τους συνοδεύει. Στην “Απαγωγή από το σεράι” ο Μότσαρτ ανακατένειμε κάπως τα βάρη, κατά συνέπεια και την εξουσία. Του άρεσε να διαπλέκει μερικές φορές φορές τις ανθρώπινες φωνές με τις φωνές των οργάνων σε ένα είδος διαλόγου. Έτσι υπονόμευε την προνομιακή θέση των τραγουδιστών και των τραγουδιστριών. Και ταυτόχρονα τάραζε τα νερά στην αυλική κοινωνία, η οποία ήταν συνηθισμένη στην όπερα να συναισθάνεται τις ανθρώπινες φωνές, όχι όμως ταυτόχρονα και τις φωνές των οργάνων. Όταν μπορούσε λοιπόν ο Μότσαρτ άφηνε και την ορχήστρα να πει κάτι, το κοινό δεν μπορούσε να το ακούσει. Άκουγε μόνο “πάρα πολλές νότες”. 


Part II - Your Favorites: GOTTLOB FRICK
Anna Moffo - "Ach, ich liebte"

THE LOVER

Marguerite Duras



"Among all the other nights upon nights, the girl had spent that one on the boat….when it happened, the burst of Chopin…. There wasn’t a breath of wind and the music spread all over the dark boat, like a heavenly injunction whose import was unknown, like an order from God whose meaning was inscrutable. And the girl started up as if to go and kill herself in her turn, throw herself in her turn into the sea, and afterwards, she wept because she thought of the man from Cholon and suddenly she wasn’t sure she hadn’t loved him with a love she hadn’t seen because it had lost itself in the affair like water in the sand and she rediscovered it only now, through this moment of music.” 

ΟΤΑΝ ΟΛΑ ΚΑΤΑΡΡΕΟΥΝ

Νικόλ Κράους 



“Όταν έφτασα στο σπίτι, ο Σ. δεν είχε γυρίσει ακόμα. Έβαλα να παίζει το κουαρτέτο για έγχορδα σε ντο ύφεση του Μπετόβεν, ένα κομμάτι που το λάτρεψα από την πρώτη φορά που το άκουσα στο δωμάτιο ενός φίλου συμφοιτητή στους κοιτώνες. Ακόμη θυμάμαι τους κόμπους της σπονδυλικής του στήλης καθώς έσκυβε πάνω στο πικάπ και κατέβαζε αργά την βελόνα. Η τρίτη κίνηση είναι από τα πιο συγκινητικά περάσματα που έχουν γραφτεί ποτέ, και ως τώρα δεν έχει τύχει να την ακούσω χωρίς να νοιώσω ότι κάποιος με έχει ανεβάσει, μόνο εμένα, στους ώμους ενός γιγάντιου πλάσματος που ταξιδεύει στο καρβουνιασμένο τοπίο κάθε ανθρώπινου συναισθήματος. Όπως οποιοδήποτε άλλο μουσικό κομμάτι που με επηρεάζει βαθιά, ποτέ δεν θα το άκουγα μπροστά σε άλλους, ακριβώς όπως δεν θα έδινα σε κάποιον ένα βιβλίο που αγαπώ ιδιαίτερα. Είναι μια παραδοχή που με κάνει να ντρέπομαι, γιατί γνωρίζω ότι αποκαλύπτει κάποια θεμελιώδη έλλειψη της φύσης μου, έναν εγωισμό και γιατί συνειδητοποιώ ότι έρχεται σε αντίθεση με την προδιάθεση των περισσοτέρων, των οποίων το πάθος για κάτι τους ωθεί να θέλουν να το μοιραστούν, να πυροδοτήσουν ένα παρόμοιο πάθος στους γύρω τους, όπως επίσης γνωρίζω και ότι αν δεν είχα επωφεληθεί από έναν παρόμοιο ενθουσιασμό θα εξακολουθούσα να αγνοώ πολλά από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία και μουσικά έργα, με καλύτερο παράδειγμα την τρίτη κίνηση του Opus 132 που τόσο κουράγιο μου έδωσε μια ανοιξιάτικη νύχτα του 1967. Αντί όμως για διεύρυνση, πάντοτε αισθανόμουν μια συρρίκνωση της προσωπικής μου απόλαυσης όταν καλούσα άλλο να τη μοιραστεί, μια ρήξη στη βαθιά σχέση που ένιωθα με το έργο, μια εισβολή στον ιδιωτικό μου χώρο."


Borodin Quartet plays Beethoven String Quartet Op.132


ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Ernest Chausson 




Γράφτηκε την περίοδο 1882-1893 (δουλευόταν για δέκα ολόκληρα χρόνια δηλαδή και ολοκληρώθηκε με το τέλος της 2ης περιόδου του συνθέτη) και θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα του. Είναι μια δίπτυχη, απαιτητικότατη ημίωρη σύνθεση για φωνή και ορχήστρα, βασισμένη σε ποίηση του Μωρίς Μπουσόρ. Αποτελείται από δύο μέρη που χωρίζονται από ένα πολύ όμορφο ιντερλούδιο:

1. Το λουλούδι των νερών (La fleur des eaux) και
2. Ο θάνατος του έρωτα (La mort de l' amour)

Όπως συμβαίνει συχνά σ' αυτές τις περιπτώσεις τα ποιήματα του Μπουσόρ δεν κατάφεραν να μείνουν από μόνα τους στην ιστορία, γιατί είναι μάλλον αδύναμα. Ίσως όμως αυτός να είναι και ο λόγος που ο συνθέτης μπόρεσε να γράψει τόσο ωραία μουσική πάνω σε αυτά, αποθανατίζοντάς τα τελικά με αυτό τον τρόπο. Το πρώτο μέρος ξεκινάει με αισιόδοξες εικόνες και την εικόνα μιας γυναίκας που ο ποιητής είδε και προσμένει να ξαναδεί. Το δεύτερο μέρος είναι το αντίθετο, αφού εδώ θρηνεί το τέλος του έρωτα. Ο κύκλος λοιπόν του Ποιήματος του Έρωτα και της Θάλασσας είναι ο κύκλος ενός ειδυλλίου, από την αρχή μέχρι το τέλος του. Από το δεύτερο μέρος ο Σωσσόν πήρε τις τέσσερις τελευταίες στροφές κι έφτιαξε το πολυτραγουδισμένο Le temps des lilas (Η εποχή [που ανθίζουν] οι πασχαλιές) που είναι, ας πούμε, και η αποκορύφωση του έργου.

Μουσικά, το έργο θεωρείται ότι στέκεται μεταξύ της βαριάς επιρροής του Βάγκνερ και του μέλλοντος που άκουγε στο όνομα Κλώντ Ντεμπυσσύ και με τον οποίο ο συνθέτης είχε επαφή και επικοινωνία για πολλά χρόνια.
Kathleen Ferrier / Chausson Poème de l'amour et de la mer (1/3)
Kathleen Ferrier / Chausson Poème de l'amour et de la mer (2/3)
Kathleen Ferrier / Chausson Poème de l'amour et de la mer (3/3)


The wind rustled the dead leaves; my thoughts
Maurice Bouchor, set by E. Chausson

The wind rustled the dead leaves; my thoughts
Blew about like dead leaves in the night.
Never so sweetly did the black sky contain
The thousand golden roses from which dew once fell!

A frightening dance, and the crumpled leaves,
Which gave forth a metallic sound, waltzed,
Seemed to groan under the stars, and spoke
The inexpressible horror of deceased loves.

The tall silver beeches that the moon kissed
Were specters: all my blood froze
Seeing my beloved strangely smile.

Like the brows of the dead, our foreheads paled,
And, mute, leaning towards her, I could read
That fatal word inscribed in her wide eyes: oblivion.




The air is full of an exquisite scent of lilacs
Maurice Bouchor, set by E. Chausson

The air is full of an exquisite scent of lilacs,
Which, blooming on the walls from top to bottom,
Perfume the women's hair.
The sea goes forth to be all embraced by the sun's great glow,
And on the fine-grained sand where they kiss
Stunning billows roll.

O sky that bears your color from her eyes,
Breeze that goes to sing in the flowering lilacs
So as to leave them all perfumed,
Rivulets that dampen her dress, O green pathways,
You who flinch under her dear, tiny feet,
Make me see my beloved!