Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

ΜΟΤΣΑΡΤ-ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑΣ

ΝΟΡΜΠΕΡΤ ΕΛΙΑΣ

"Το όνειρο του Μότσαρτ ήταν πάντοτε να δουλεύει ελεύθερα και να ακολουθεί τις εσωτερικές φωνές του, χωρίς να πρέπει να σκεφθεί έναν αγοραστή. Ήδη στο Ζάλτσμπουργκ έγραφε τα πιο μεγάλα του έργα συνήθως κάνοντας του το χατίρι και αφήνοντας την φαντασία του ελεύθερη. Στην  Βιέννη πίστευε πως θα έχει αυτή τη δυνατότητα. Αλλά και εδώ ήταν αναγκασμένος να κάνει συμβιβασμούς. Ας πάρουμε ως παράδειγμα μερικά κοντσέρτα για πιάνο που συνέθεσε στα μέσα της δεκαετίας του 1780, όταν ήταν ζωτική ανάγκη γι’αυτόν να βρει το γούστο του κοινού, αφού χρειαζόταν τα έσοδα από τις “ακαδημίες” του. 
Στις 11 Δεκεμβρίου 1784 αποπεράτωσε ένα κοντσέρτο σε φα μείζονα (KV 459), με τύμπανα και τρομπέτες στο tutti, που εκτελέστηκε έξι χρόνια αργότερα, με την ευκαιρία της στέψης του αυτοκράτορα Λεοπόλδου Β΄στην Φραγκφούρτη. Ήταν ένα έργο που απέβλεπε σε μεγάλο βαθμό στο κοινό, με “παλικαρισμούς” και επιδεικτικότατη δεξιοτεχνία. Αλλά σαν να βαρέθηκε αυτή την υποταγή της δημιουργικότητας του σε ανώτερες δυνάμεις, σαν να εξεγειρόταν, δύο μήνες αργότερα έγραψε ένα εντελώς διαφορετικό κοντσέρτο για πιάνο σε ρε ελάσσονα (KV 466), που εν μέρει διακρίνεται από δραματικό πάθος. Δίνει εντύπωση ότι εδώ αδιαφορεί πλήρως για την γνώμη του κοινού. Γράφει μουσική όπως αισθάνεται ο  ίδιος, ίσως μάλιστα με τη συνειδητή ή ασυνείδητη πρόθεση να σοκάρει -pour epater la noblesse [για να κάνει τους ευγενείς να τα χάσουν]. Αυτό δεν τον έκανε πιο δημοφιλή, τη στιγμή μάλιστα που χρειαζόταν χρήματα. Εξάλλου τον 19ο αιώνα αυτό ήταν το μόνο ευρύτερα γνώριμο κοντσέρτο του." 
"Αλλά ο Μότσαρτ δεν συνέχισε χωρίς άλλο στην ίδια κατέυθυνση. Τον χειμώνα και την άνοιξη 1785-86 συνέθεσε τρία νέα κοντσέρτα για τα οποία ο Alfred Einstein γράφει στο φωτισμένο του βιβλίο:
“ Στα δύο πρώτα [KV  482 και KV 488] είναι σαν ο Μότσαρτ να αισθάνθηκε πως το είχε παρακάνει, πως είχε υπερβολικές απαιτήσεις από τους Βιεννέζους, πως ξεπέρασε τα “κοινωνικά” όρια -ή απλώς αισθάνθηκε πως έχανε την εύνοια του κοινού και τώρα έπρεπε να προσπαθήσει να την αποκτήσει εκ νέου ξαναγράφοντας έργα με σίγουρη επιτυχία”
"Το 1789 ο Μότσαρτ πήγε στο Βερολίνο, όπου ο τσελίστας βασιλιάς του παράγγειλε έξι κουαρτέτα εγχόρδων και έξι ελαφρές σονάτες για την κόρη του που έπαιζε πιάνο. Υπήρχαν λοιπόν παραγγελίες. Μπορούμε όμως να δούμε ότι ο Μότσαρτ ήξερε πως γι’αυτόν τον εντολέα έπρεπε να απλοποιήσει αυτά που άκουγε, και ήδη έχασε κάθε ενδιαφέρον για την ανάθεση. Δεν ήθελε να κάνει απλοποιήσεις. Ήθελε να ακολουθήσει τις εσωτερικές του φωνές και αυτές να καταγράψει. Κια έτσι αποπεράτωσε για την αυλή του Βραδεμβούργου μόνο τρία κουαρτέτα και από τις σονάτες για πιάνο μόνο μία. Όλο και περισσότερο ο Μότσαρτ έτεινε να δημιουργεί για τον εαυτό του, όχι κατά παραγγελία, όπως κάνουν κατά κύριο λόγο οι σημερινοί μουσικοί." 
"Ο Μπετόβεν γεννήθηκε το 1770, σχεδόν 15 χρόνια μετά τον Μότσαρτ. Αυτό που ο Μότσαρτ μάταια επεδίωκε, ο Μπετόβεν δεν το πέτυχε βέβαια πανεύκολα, αλλά οπωσδήποτε με πολύ λιγότερο κόπο: να γίνει ανεξάρτητος από την αυλική-αριστοκρατική πατρωνεία και να μπορεί έτσι στις συνθέσεις του να ακούει περισσότερο τη δική του φωνή - ή ακριβέστερα, την εγγενή συνέπεια των φωνών- παρά να ακολουθεί το συμβατικό γούστο των αγοραστών. Ο Μπετόβεν είχε ήδη πιο πολλές δυνατότητες να επιβάλει το γούστο του στο μουσικό κοινό."

"Τον Ιούλιο 1801 ο Μπετόβεν έγραφε στον φίλο του Wegeler: 
“Οι συνθέσεις μου μου αποφέρουν πολλά και μπορώ να πω ότι έχω περισσότερες παραγγελίες από όσες θα μπορούσα να ικανοποιήσω. ‘Εχω επίσης για κάθε έργο έξι-εφτά εκδότες ή αν αυτό με ενδιέφερε, ακόμη πιο πολλούς: δεν διαπραγματεύονται μαζί μου, αλλά εγώ απαιτώ και αυτοί πληρώνουν.Όπως βλέπεις οι συνθήκες είναι ευχάριστες...”


Ο Μότσαρτ ονειρευόταν να καταφέρει αυτό που ο Μπετόβεν, αξιώθηκε να επιτύχει. Και ποιος ξέρει, ίσως θα το κατάφερνε τελικά και αυτός, αν είχε το θάρρος να ζήσει πιο πολύ. Σύμφωνα με τον κυρίαρχο κανόνα σκέψης είναι εύλογο να πιστέψουμε ότι και ο Μότσαρτ στην ίδια ηλικία των 34 χρόνων θα μπορούσε να φτάσει, όπως ο Μπετόβεν στο σημείο μα διαγκωνίζονται οι εκδότες για τις συνθέσεις του, αν είχε συμορφωθεί περισσότερο με το γούστο του ευρύτερου κοινού. Όμως δεν θα έπρεπε να υποχωρεί κανείς τόσο γρήγορα στην πίεση που ασκεί αυτός ο κανόνας αναγκάζοντας μας να αναγουμε τέτοιες βιογραφικές διαφορές μεταξύ δύο ανθρώπων σε ατομικές διαφορές και να περιφρονούμε τις εξηγήσεις βάσει των δομικών αλλαγών της κοινωνίας. Μετά το θάνατο του Μότσαρτ η μουσική γνώρισε επιτυχίες. Εκείνο που του έλειπε ενόσω ζούσε ήταν μεταξύ άλλων η πιο ανεπτυγμένη δραστηριότητα των εκδοτικών οίκων στο πεδίο της μουσικής, που υπαινίσσεται ο Μπετόβεν στην επιστολή του (και ταυτόχρονα η πιο συχνή οργάνωση συναυλιών για ένα κοινό που πλήρωνε εισητήριο και όχι μόνο για προσκεκλημένους). "


“ H αλλαγή για την οποία μιλούμε δεν σχετίζεται μόνο με την κοινωνική θέση του καλλιτέχνη. Μαζί με αυτή άλλαξε ο “κανόνας” της καλλιτεχνικής δημιουργίας, με άλλα λόγια η δομή της τέχνης. Αλλά αυτοί οι συσχετισμοί δεν μπορούν να γίνουν κατανοητοί, αν θεωρήσουμε, όπως συχνά συμβάινει σήμερα, τη μετάβαση από την καλλιτεχνική παραγωγή για ένα προσωπικά γνωστό εργοδότη και εντολέα, δηλαδή από την τέχνη της πατρωνείας, στην καλλιτεχνική παραγωγή για ένα κοινό που πληρώνει, δηλαδή για την ελεύθερη, λιγότερο ή περισσότερο ανώνυμη αγορά, ως ένα απλώς οικονομικό γεγονός και ξεχάσουμε το ουσιώδες: ότι εδώ πρόκειται για μια ακριβώς συλληπτή δομική αλλαγή στη σχέση μεταξύ ανθρώπων, ιδιαίτερα για την απόκτηση μεγαλύτερης εξουσίας από τον καλλιτέχνη στη σχέση με το κοινό του."


'Ένας επιτήδειος και έμπειρος συντάκτης λιμπρέτων, ο Stephanie [Στέφανι] ο νεώτερος, παρέδωσε στις 30 Ιουνίου 1781 στον Μότσαρτ το λιμπρέτο ενός γερμανικού μελοδράματος με τουρκικό θέμα και τίτλο “Ο Μπελμόντε και η Κονστάντσε” ή “Η απαγωγή από το σεράι”. Σε αυτό το έργο ο Μότσαρτ προχώρησε με μεγάλη όρεξη. Η μουσική του για την όπερα αυτή φανερώνει κάτι από το συναίσθημα χαράς και ελευθερίας της πρώτης του περιόδου στην Βιέννη. Εδώ έλαβε ακόμη πιο πολύ από όσο συνέβαινε στις προηγούμενες όπερες του το θάρρος να μετεξελίξει με τον δικό του τρόπο την αυλική μουσική παράδοση, μέσα στην οποία είχε μεγαλώσει και η οποία του είχε γίνει δεύτερη φύση. Αυτή η δυνατότητα -περισσότερο απ’όσο επιτρεπόταν στο Ζάλτσμπουργκ -, η ελευθερία να ακολουθεί τη δική του μουσική φαντασία, ήταν μια από τις ανώτατες επιθυμίες του. Όπως είπαμε, αυτή η ελευθερία ήαταν γι’αυτόν η εκπλήρωση ενος νοήματος."

The Abduction from the Seraglio (vaimusic.com)
Nicolai Gedda "Ich baue ganz", The abduction from the seraglio
Κατ’αυτά ο Μότσαρτ έμοιαζε τώρα πραγματικά με έναν “ελεύθερο καλλιιτέχνη”. Αλλά ήδη σε αυτή την  πρώτη προσπάθεια να αφήσει τη μουσική φαντασία του να πετάξει πιο ελεύθερα φάνηκε κάτι από το  επαναλαμβανόμενο δίλημμα των “ελεύθερων” καλλιτεχνών: “Όταν ένας καλλιτέχνης αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια στην ατομική του φαντασία, προπάντων στην ικανότητα του να βλέπει ή να ακούει περισσότερα πράγματα μαζί, και αυτά τα περιθώρια σπάζουν το περιθώριο του υφιστάμενου κανόνα γούστου στην τέχνη, κατ’αρχάς μειώνει τις πιθανότητες απήχησης των έργων του στο κοινό του. Αυτό μπορεί να είναι σχετικά ακίνδυνο όταν οι συσχετισμοί δυνάμεων στην κοινωνία του είναι τέτοιοι ώστε το κοινόπου απολαμβάνει την τέχνη και πληρώνει γι’αυτή την απόλαυση να είναι σχετικά ανασφαλές στο γούστο του ή τουλάχιστον η διαμόρφωση του γούστου του να εξαρτάται από ειδικά καλλιτεχνικά κατεστημένα, στα οποία ανήκουν και οι εκάστοτε κυρίαρχοι καλλιτέχνες. 

Mozart / Karl Böhm, 1964: Overture to the Abduction From The Seraglio - Staatskapelle Dresden
Kathleen Battle " Ach Ich Liebte" from Mozart's The Abduction From The Seraglio" Act 1 No. 6
Τα πράγματα είναι διαφορετικά σε μια κοινωνία που το κατεστημένο της θεωρεί το καλό γούστο τόσο σε σχέση με την ενδυμασία, τα έπιπλα και τα σπίτια ως αυτονόητο προνόμιο της δικής του κοινωνικής ομάδας. Εδώ η τάση ενός “ελεύθερου καλλιτέχνη” να καινοτομεί πέρα και έξω από τον υφιστάμενο κανόνα μπορεί να αποβεί πολύ επικίνδυνη για τον ίδιο. Ο αυτοκράτορας Ιωσήφ ο Β΄, που συμμετέσχε ως ένα βαθμό στο σχεδιασμό της όπερας του Μότσαρτ “Η απαγωγή από το σεράι”, ως υποδειγματικού γερμανικού μελοδράματος, φαίνεται ότι δεν ήταν εντελώς ευχαριστημένος από το αποπερατωμένο έργο. Μετά την πρεμιέρα της Βιέννης είπε στο συνθέτη: “Πάρα πολλές νότες, αγαπητέ Μότσαρτ, πάρα πολλές νότες”.

Fritz Wunderlich & Anneliese Rothenberger - Die Entführung aus dem Serail - live! 1961
Mozart Vivat Bacchus Duet Bohm
Φαίνεται πως και μία από τις τραγουδίστριες παραπονέθηκε ότι η ορχήστρα επικαλύπτει τη φωνή της και δεν μπορεί να ακουσθεί. Από αυτή την άποψη ο Μότσαρτ, χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, συνέβαλε σε μια ανακατανομή της εξουσίας. Στις αυλικές όπερες παλαιότερου τύπου κυριαρχούσαν οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες. Η οργανική μουσική έπρεπε να έρχεται σε δεύτερη μοίρα, απλώς να τους συνοδεύει. Στην “Απαγωγή από το σεράι” ο Μότσαρτ ανακατένειμε κάπως τα βάρη, κατά συνέπεια και την εξουσία. Του άρεσε να διαπλέκει μερικές φορές φορές τις ανθρώπινες φωνές με τις φωνές των οργάνων σε ένα είδος διαλόγου. Έτσι υπονόμευε την προνομιακή θέση των τραγουδιστών και των τραγουδιστριών. Και ταυτόχρονα τάραζε τα νερά στην αυλική κοινωνία, η οποία ήταν συνηθισμένη στην όπερα να συναισθάνεται τις ανθρώπινες φωνές, όχι όμως ταυτόχρονα και τις φωνές των οργάνων. Όταν μπορούσε λοιπόν ο Μότσαρτ άφηνε και την ορχήστρα να πει κάτι, το κοινό δεν μπορούσε να το ακούσει. Άκουγε μόνο “πάρα πολλές νότες”. 


Part II - Your Favorites: GOTTLOB FRICK
Anna Moffo - "Ach, ich liebte"

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΙΝΕΙ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ


ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΠΑΡΕΝΜΠΟΙΜ 



ΗΧΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ 


[....] "Ο μοναδικός και πραγματικά ακριβής και αντικειμενικός ορισμός για τη μουσική, κατά τη γνώμη μου, είναι εκείνος του Φερούτσιο Μπουζόνι, του μεγάλου Ιταλού πιανίστα και συνθέτη, ο οποίος είπε ότι η μουσική είναι αέρας με ήχο.  Ας εξετάσουμε πρώτα το φυσικό φαινόμενο που μας επιτρέπει να έχουμε την εμπειρία ενός μουσικού κομματιού: τον ήχο. Εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια από τις μεγάλες δυσκολίες να ορίσουμε την μουσική: η μουσική εκφράζεται μέσω του ήχου, αλλά ο ήχος αυτός καθεαυτόν δεν είναι ακόμη μουσική -είναι απλώς το μέσο που μεταβιβάζει το μήνυμα ή το περιεχόμενο της μουσικής.......Ο ήχος είναι μια φυσική πραγματικότητα, την οποία μπορούμε και πρέπει να την παρατηρήσουμε αντικειμενικά. Και σ’αυτό το σημείο συνειδητοποιούμε ότι εξαφανίζεται αμέσως μόλις σταματήσει. Είναι εφήμερος. Ο ήχος δεν παραμένει σ’ετούτο τον κόσμο, σβήνει μέσα στην σιωπή. Ο ήχος δεν είναι κάτι ανεξάρτητο -δεν υπάρχει από μόνος του, αλλά έχει μια διαρκή, σταθερή και αναπόφευκτη σχέση με τη σιωπή. Με αυτή την έννοια, η πρώτη νότα δεν είναι η αρχή. Βγαίνει μέσα από την σιωπή που υπάρχει πριν από αυτή. Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, αντιλαμβανόμαστε ότι η σχέση μεταξύ ήχου και σιωπής είναι ισοδύναμη με τη σχέση μεταξύ ενός φυσικού αντικειμένου και της βαρύτητας. Κατ’αναλογία, ο ήχος, αν δεν υποστηριχθεί, οδηγείται στη σιωπή. Κάθε μεμονωμένη νότα έχει μια διάρκεια ζωής, και αυτή είναι πεπερασμένη. Οι όροι που χρησιμοποιούνται είναι σαφείς: η νότα πεθαίνει. Και εδω θα μπορούσαμε να έχουμε την πρώτη σαφή ένδειξη για το περιεχόμενο της μουσικής: η εξαφάνιση του ήχου μέσω της μεταμόρφωσης του σε σιωπή είναι ο  ορισμός του χρονικά πεπερασμένου χαρακτήρα της. Η συντήρηση του ήχου είναι, σε κάθε περίπτωση, μια πράξη πρόκλησης ενάντια στην δύναμη της έλξης της σιωπής, που προσπαθεί να περιορίσει την διάρκεια του ήχου." 

(HD) Ludwig van Beethoven "Pathétique" Sonata No. 8 em Dó Menor I. Grave. Daniel Barenboim 1/3

"Ας εξετάσουμε τις διαφορετικές πιθανότητες που εμφανίζονται μόλις “δίνεται ζωή” σε έναν ήχο. Αν πριν από την αρχή υπάρχει απόλυτη σιωπή, αρχίζουμε ένα μουσικό κομμάτι που είτε τη διακόπτει, είτε αναδύεται μέσα από αυτήν. Ο ήχος που διακόπτε...ι την σιωπή αντιπροσωπεύει μια αλλοίωση της υπάρχουσας κατάστασης. Στη φιλοσοφική γλώσσα, αυτό θα μπορούσε να το περιγράψει κανείς, ως τη διαφορά ανάμεσα στο “είναι” και στο “γίγνεσθαι”. Η έναρξη της Παθητικής Σονάτας, op.13, του Μπετόβεν, αποτελεί μια προφανή περίπτωση διακοπής της σιωπής.  Η πολύ συγκεκριμένη συγχορδία διακόπτει τη σιωπή και η μουσική αρχίζει."

Richard Wagner - "Tristan und Isolde", Prelude 


"Το Πρελούδιο του Τριστάνος και Ισόλδη είναι ένα προφανές παράδειγμα ήχου που αναδύεται μέσα από τη σιωπή. Η μουσική δεν αρχίζει με την κίνηση από το αρχικό λα  στο φα, αλλά από τη σιωπή στο λα. Ή στη Σονάτα για πιάνο , οp.109, του Μπετόβεν ...έχει κάποιος την αίσθηση ότι η μουσική εχει ήδη αρχίσει -είναι λες και ανεβαίνει σε ένα τρένο που βρίσκεται ήδη σε κίνηση. Η μουσική πρέπει να υπάρχει ήδη στο μυαλό του πιανίστα, ώστε, όταν αρχίσει να παίζει, να δημουργήσει την εντύπωση ότι συναντά κάτι που ήδη υπάρχει, αν και όχι στον φυσικό κόσμο. Στην Παθητική σονάτα ο τονισμός στην πρώτη νότα δημιουργεί μια πολύ σαφή ρήξη με την σιωπή. Στο Op.109, είναι επιβεβλημένο ο πιανίστας να μην αρχίζει τονίζοντας την πρώτη νότα, επειδή ο τονισμός, εξ’ορισμού, θα διέκοπτε τη σιωπή." 

Barenboim plays Beethoven Sonata No. 30 in E Major Op. 109 1st Mov.  

"Ο τελευταίος ήχος δεν αποτελεί το τέλος της μουσικής. Αν η πρώτη νοτα συνδέεται με τη σιωπή που προηγείται, τότε η τελευταία πρέπει να συνδέεται με τη σιωπή που την ακολουθεί. Γι’αυτό και είναι τόσο ενοχλητικό να χειροκροτεί ένα ενθουσιώδες... κοινό προτού “σβήσει” ο τελευταίος ήχος- επειδή υπάρχει μια τελευταία στιγμή εκφραστικότητας, που συνίσταται ακριβώς στη σχέση ανάμεσα στο τέλος του ήχου και στην αρχή της σιωπής που τον ακολουθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, η μουσική είναι ένας καθρέπτης της ζωής, καθώς και οι δύο αρχίζουν και καταλήγουν στο τίποτα. Επιπλέον, όταν κανείς παίζει μουσική μπορεί να επιτύχει μια μια μοναδική κατάσταση γαλήνης, εν μέρει χάρη στο γεγονός ότι μπορεί να ελέγχει μέσω του ήχου τη σχέση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, μια εξουσία που στη ζωή προφανώς δεν παραχωρείται στα ανθρώπινα όντα. Καθώς κάθε νότα που παράγεται από ένα ανθρώπινο ον έχει ανθρώπινες ιδιότητες, υπάρχει ένα αίσθημα θανάτου στο τέλος κάθε νότας., και μέσω αυτής της εμπειρίας επέρχεται μια υπέρβαση όλων των συναισθημάτων που αυτές οι νότες μπορούν να δημιουργούν στη σύντομη ζωή τους.  Κατά κάποιο τρόπο, έρχεται κανείς σε άμεση επαφή με την αχρονία."

Bach.wmv 

"Όταν κάποιο απόγευμα παίζω ένα από τα βιβλία του Καλώς Συγκερασμένου Κλειδοκύμβαλου, τη στιγμή που τελειώνω έχω πράγματι την αίσθηση ότι όλο αυτό κράτησε πολύ περισσότερο από τον πραγματικό χρόνο που διήρκεσε στην αληθινή ζωή, ότι βρέθηκα σ...ε ένα ταξίδι στην ιστορία, ένα ταξίδι που αρχίζει και τελειώνει μέσα στη σιωπή.  Ένας τρόπος να προετοιμάσουμε το έδαφος για τη σιωπή είναι να δημιουργήσουμε μια τρομερή ένταση πριν από αυτή, έτσι ώστε η σιωπή να έρθει όταν ακριβώς έχουμε φτάσει στην κορύφωση της έντασης του ήχου. και του όγκου του. Άλλως τρόπος να πλησιάσουμε στη σιωπή είναι μέσω της βαθμιαίας μείωσης του ήχου, που επιτρέπει στη μουσική να γίνει τόσο σιγανή ώστε το επόμενο πιθανό βήμα να μπορεί να είναι μόνο η σιωπή. Η σιωπή, με άλλα λόγια, μπορεί να είναι πιο δυνατή από το μέγιστο και πιο σιγανή από το ελάχιστο. Απόλυτη σιωπή, ασφαλώς, υπάρχει και μέσα σε μια σύνθεση. Είναι ένας προσωρινός θάνατος, ακολουθούμενος από τη δυνατότητα αναβίωσης, εκκίνησης μια νέας ζωής. Κατ’αυτόν τον τρόπο, η μουσική γίνεται κάτι παραπάνω από ένας καθρέπτης της ζωής. Την εμπλουτίζει η μεταφυσική διάσταση του ήχου η οποία της δίνει την δυνατότητα να υπερβαίνει τους φυσικούς, τους ανθρώπινους περιορισμούς. Στον κόσμο του ήχου, ακόμη και ο θάνατος δεν είναι απαραίτητα φυσικός."