Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

ΑΜΛΕΤ



ΣΑΙΞΠΗΡ 

(Μετ. Φώτης Κόντογλου)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ III Ἅμλετ (μονάχος)


Νά ῾ναι στὸν κόσμο κανένας γιὰ νὰ μὴν εἶναι! Νά τὸ ἐρώτημα. Εἶναι ἄραγε  περισσότερο πρέπον νὰ ὑπομονεύει κανένας ὑποφέρνοντας τὰ χτυπήματα καὶ  τὶς ἰδιοτροπίες τῆς ἀκατάστατης μοίρας, ἢ ν᾿ ἀρπάξει τ᾿ ἄρματα καταπάνου  σ᾿ ἕναν ὠκεανὸ ταραγμένο, καὶ νὰ τὸν σταματήσει με τὰ στήθια του; Νὰ  πεθάνει! ... Νὰ κοιμηθεῖ! ... Ξεμπέρδεψε! Ὁ νύπνος δίνει τέλος στοὺς  πόνους τῆς καρδιᾶς καὶ στ᾿ ἀμέτρητα βάσανα πού ῾ναι ὑποκείμενο τὸ κορμί!  Ἕνα τέτοιο τέλος πρέπει κανένας νὰ τὸ ποθεῖ ὁλόψυχα. Νὰ πεθάνει! ... Νὰ  κοιμηθεῖ! ... Νὰ κοιμηθεῖ! ... Νὰ νειρεύεται, ἴσως! Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ  κόμπος. Μέσα στὸν ὕπνο τοῦ θανάτου, τί ὄνειρα ἄραγε μποροῦν νὰ μᾶς  ταράξουν, ἀφοῦ θά ῾χουμε πιὰ ξεμπερδέψει, ἀπ᾿ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς; Νά τί  πρέπει νὰ ξεδιαλυθεῖ. Νά ἡ σκέψη, ποὺ γίνεται αἰτία νὰ πηγαίνει σὲ  μάκρος ἡ κακομοιριὰ μιᾶς ζωῆς τόσο μακρόχρονης. Ποιὸς ἤθελε ὑποφέρει τὶς  σφαλιάρες καὶ τὴν καταφρόνια τοῦ κόσμου, τὶς ἀδικίες τῶν τυράννων, τὰ  καπρίτσια τοῦ περήφανου, τὰ βασανιστήρια τοῦ ἔρωτα ποὺ δὲ βρίσκει θέση  σὲ μιὰ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾶ, τὶς μικρολογίες τοῦ νόμου, τὴν ἀσπλαχνιὰ τῶν  ἀφεντάδων, καὶ τὰ πατσαβουριάσματα ποὺ τραβᾶ ἡ κρυμμένη ἀξία ἀπὸ μέρος  τῆς προστυχιᾶς, ἂν μποροῦσε νὰ πιτύχει τὸ πασαπόρτι του μὲ μιὰν ἁπλὴ  κεντιά; Ποιὸς θά ῾θελε νὰ σηκώνει στὶς πλάτες του τόσα φορτία, νὰ  γογγύζει σὰν ἕνα γουρούνι, καὶ νὰ δρώνει κάτου ἀπ᾿ τὰ βάρετα τῆς ζωῆς,  ἂν δὲν τὸν τρόμαζε κάτι τίς, πέρ᾿ ἀπ᾿ τὸν τάφο, ἀπὸ μιὰ χώρα  ἀνεξερεύνητη, ποὺ ἀπ᾿ τὰ σύνορά της δὲ γύρισε κανένας ὁδοιπόρος;
  

Τούτη ἡ τρομάρα εἶναι ποὺ παραλύνει τὴ θέληση καὶ μᾶς κάνει νὰ κλίνουμε  περισσότερο στὸν νὰ ὑπομονεύουμε στὶς συφορὲς ποὺ τραβοῦμε ἐδῶ, παρὰ νὰ  τρέχουμε σὲ ἄλλες, ποὺ δὲν τὶς ξέρουμε. Ἡ συνείδηση μᾶς κάνει  φοβιτσιάρηδες· ἡ θαρρετὴ ἀποφασιστικότητα, πὄχουμε φυσικὰ μέσα μας,  ξεθωριάζει κάτου ἀπ᾿ τὴ χλωμὴ ἀντιφεγγιὰ τῆς σκέψης, ποὺ κόβει στὴ μέση  τὰ πλέον εὐγενικὰ τολμήματα, τὰ πλέον πρεπούμενα, καὶ μᾶς καταδικάζει νὰ  μένουμε ἀναποφάσιστοι.


Ω, πώς ετούτη η τόσο, τόσο στέρεη σάρκα
να'λιωνε, ν' άχνιζε, δροσιά να σκορπιζόταν!
Ή να μην είχε βάλει κάνονα ο Αιώνιος
να τιμωράει τον αυτοχτόνο! Ω, Θεέ μου! Ω, Θεέ μου!
Τι ταπεινά και πλαδαρά, σαχλά κι ανούσια
μου φαίνονται όλα αυτού του κόσμου τα καμώματα!
Φτου σας! Ω, φτου σας! Ένας κήπος αβοτάνιστος
ξεσποριασμένος· άγρια πράγματα, χοντρόφυλλα,
θρασιά τον πνίγουν όλο. Εκεί να καταντήσει!
Μόλις δυο μήνες πεθαμένος! Κι ούτε, ούτε καν δυο!
Τι βασιλιάς! Μπροστά σε τούτον ήταν ο Υπερίων
μπροστά σε σάτυρο. Τόσο αγαπούσε τη μητέρα μου
που δεν υπόφερνε ούτε οι αύρες τ' ουρανού
να επισκεφτούν πολύ τραχιά το πρόσωπό της.
Γη κι ουρανέ! Να θυμηθώ; Μα τι, κρεμόταν πάνω του,
σαν η όρεξή της τρώγοντας όλο να μεγάλωνε·
και τώρα, μέσα σ' ένα μήνα, - ας μην το σκέφτομαι:
αδυναμία, τ' όνομά σου είναι γυναίκα! -
Ούτ' ένα μήνα τόσον δα! Ούτε πριν τριφτούν
Οι σόλες που φορούσε ακολουθώντας
Το λείψανο του δύστυχου πατέρα μου, όλη δάκρυα
σαν Νιόβη, - ποιος, αυτή, αυτή, ίσα-ίσα,
- ω, Θεέ μου! κι ένα χτήνος, δίχως νου και κρίση
θα κράταε πένθος πιο πολύ - να παντρευτεί
τον θείο μου, του πατέρα μου τον αδερφό·
που μοιάζει του πατέρα μου, όσο μοιάζω εγώ
του Ηρακλή· μέσ' σ' ένα μήνα· πριν να πάψει
να κοκκινίζει η άρμη απ' τ' άνομά της δάκρυα
τα φουσκωμένα μάτια της, παντρεύτηκε·
ω, πάρα πονηρή βιασύνη, τόσο εύκολα
να πέσει σε σεντόνια αιμόμιχτα! Δεν είναι
κι ούτε μπορεί να βγει σε καλό.
Όμως, καρδιά μου, σώπα - πρέπει να κρατήσω
τη γλώσσα μου. (Μετ. Βασίλης Ρώτας)


Shostakovich: "Hamlet's Monologue" 
Shostakovich: Hamlet Suite, Op. 116 - V - Hamlet & Ophelia
The Hamlet Suite by Shostakovich - Death of Hamlet

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου